μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Ζεστασιά - της Σοφίας Κορωνίδου

Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα.
«Καλησπέρα.  Χρόνια πολλά.»
«Χρόνια σου πολλά, παιδί μου.»

Η κυρα-Θεανώ τυλιγμένη σε ένα χοντρό πλεκτό σάλι με καλησπέρισε με ένα χαμόγελο και έκανε στην άκρη να περάσω.  Σκούπισα τα πόδια μου στο χαλάκι και μπήκα μέσα.  Έκανε πολύ κρύο και μύριζε υγρασία. Το σπίτι μικρό και φτωχικό, μα πεντακάθαρο και τακτοποιημένο.  Στο βάθος πάνω σε ένα σκαλιστό τραπεζάκι αναβόσβηνε ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο που σίγουρα είχε δει καλύτερες μέρες.
«Από δω αγόρι μου.»
Μπροστά στο καλοριφέρ στεκόταν ο  κυρ-Βαγγέλης.  Το παρατηρούσε σκυθρωπός και με ώμους σκυφτούς.  Τα χαρακτηριστικά του ήταν τεντωμένα από την ένταση λες και πάλευε να λύσει ένα πολύπλοκο αίνιγμα.

«Καλησπέρα, χρόνια πολλά.» του είπα και με κοίταξε με απορία.
«Καλώς τον.»
«Τι έχουμε εδώ;»

Μου έδειξε το καλοριφέρ αμήχανος λες και έφταιγε εκείνος που δεν το είχε διορθώσει ως τώρα. Του χαμογέλασα και έπιασα αμέσως δουλειά.

Από την αρχή κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κι όταν ο κυρ-Βαγγέλης ανέφερε πάνω στην κουβέντα ότι άλλοι δυο ήρθαν πριν από μένα αλλά δεν κατάφεραν να φτιάξουν την βλάβη, η υποψία μου επιβεβαιώθηκε και τα δικά μου λαμπάκια άναψαν πιο έντονα κι από αυτά του Χριστουγεννιάτικου δέντρου.

«Κυρ-Βαγγέλη, νομίζω πως ξέρω τι έχει.» δήλωσα προσπαθώντας να δείχνω ήρεμος.
«Το βρήκες κιόλα παλικάρι μου; Οι άλλοι δυο τεχνίτες πάλευαν δυο μέρες.»

Έσκυψα και μάζεψα τα εργαλεία μου για να μη δει την έκφραση μου.

«Πάω να φέρω ότι χρειάζεται  και σε μια ώρα θα ‘μαι πίσω.» είπα και έκανα να φύγω όμως ο γέρος  μ’ έπιασε μαλακά από το μπράτσο και με φρέναρε.
«Παιδί  μου, να ξέρεις» έκανε λυπημένα «δεν έχω πολλά χρήματα.  Τη σύνταξη μου την κόψανε αυτοί οι κερατάδες και τα βγάζουμε τσίμα-τσίμα με την κυρα-Θεανώ. Αν στοιχίζουν πολλά αυτά που θα φέρεις...»
«Μην στεναχωριέσαι» είπα και κάλυψα το χέρι του με το δικό μου «θα τα βρούμε.  Δεν θα σας αφήσω μες το κρύο, χριστουγεννιάτικα.»

Ο κυρ-Βαγγέλης κατένευσε κουρασμένα  και αφού χαιρέτησα τη γυναίκα του βγήκα πάλι στο δρόμο.  Πέταξα την εργαλειοθήκη στη θέση του συνοδηγού και έβγαλα το κινητό από την τσέπη της φόρμας μου. Αφού έκανα ένα- δυο τηλεφωνήματα μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα.
Μετά από λίγα λεπτά έσπρωχνα την πόρτα στο καφέ του Κυριάκου και μπήκα μέσα με το τσιγάρο  μου ήδη στα χείλη.   Διάλεξα ένα σκαμπό στο μπαρ και παρήγγειλα σκέτο φραπέ.  Μέχρι να μου τον ετοιμάσει είχαν έρθει και οι δυο τους.  Έκατσαν δίπλα μου με ύφος βρεγμένης γάτας.  Τους αντιγύρισα το βλέμμα  και έπνιξα την παρόρμηση να τους ρίξω από μια ροχάλα στα μούτρα.
«Ορίστε.» είπε ο Μιχάλης και ο Βαλάντης μόνο έγνεψε με το κεφάλι.  Μέσα στην τσάντα που μου έδωσαν ήταν όλα τα παλιά ανταλλακτικά που χρειαζόμουν.

Δεν είπα τίποτα.  Ήπια δυο ρουφηξιές καφέ, έσβησα το τσιγάρο μου στο τασάκι, κι αφού άφησα ένα χαρτονόμισμα στην Αγγελική που δούλευε βάρδια, πήρα την τσάντα κι έφυγα.  Έπρεπε να προλάβω να πάρω καινούρια και να διορθώσω τη βλάβη.  Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων είχαν πει ότι θα έπεφτε παγετός.

Ο ήλιος είχε ήδη βασιλέψει κι όταν μπήκα ξανά στο σπίτι των δύο παππούδων ένιωσα τον αέρα στο εσωτερικό να είναι πιο ψυχρός από ότι στο δρόμο.  Αρνήθηκα τον  καφέ που μου πρόσφερε η κυρα- Θεανώ και έπιασα αμέσως τα εργαλεία μου. 
Μέσα σε ένα τρίωρο όλα ήταν στη θέση τους και τα καλοριφέρ έπιασαν να ζεσταίνουν.  Έκατσα αποκαμωμένος στο πάτωμα.  Λαχτάρησα ένα τσιγάρο όμως είχα σαν αρχή να  μην καπνίζω μέσα στα σπίτια των πελατών μου ακόμα κι αν μου το επέτρεπαν. 

Ο κυρ-Βαγγέλης ήρθε δίπλα μου.
«Εντάξει;» ρώτησε όλο έγνοια.
Του ένευσα προς το σώμα που βρισκόταν εμπρός μου.  Άπλωσε τις γεροντικές του παλάμες και ένιωσε τη ζέστη που πάλευε να καταβροχθίσει την υγρασία.  Τα μάτια του έλαμψαν.

«Να σαι καλά, παιδί μου» έκανε ανακουφισμένος.
«Να πηγαίνω κι εγώ τώρα» είπα και σηκώθηκα.
«Τι σου οφείλω;»
Όταν του είπα με κοίταξε με δυσπιστία.
«Μόνον; Οι συνάδελφοι σου...»
«Οι συνάδελφοι μου έκαναν λάθος διάγνωση.  Δεν χρειάζεται να δώσεις παραπάνω.  Πίστεψε με, δε σου κάνω καμία χάρη, τόσο κοστίζει η δουλειά  μου.»

Ο γέροντας έγνεψε καταφατικά και εξαφανίστηκε για λίγο αφήνοντας με μόνο στο μικροσκοπικό σαλόνι.  Μετά από ένα-δυο λεπτά επέστρεψε με ένα πλατύ και σκανδαλιάρικο χαμόγελο στα χείλη σαν μικρού παιδιού που έκανε αταξία.
«Έλα, μου είπε. Έλα  να πιούμε μια ρακή  να ζεσταθούμε.»
«Κυρ-Βαγγέλη πρέπει να φύγω,  με περιμένει η  κυρά.»
«Έλα βρε!» επέμεινε.  «Άστην μια φορά να περιμένει.»

Η πρόσκληση του ήταν τόσο χαρούμενη και ζεστή που αποφάσισα τούτη τη φορά να παραβώ τη δεύτερη αρχή μου: πότε μην πίνεις ή τρως στα σπίτια των πελατών σου.
Άφησα τα εργαλεία μου και ρώτησα την κυρα-Θεανώ για την τουαλέτα.  Αφού ξαλάφρωσα την κύστη μου, έπλυνα προσεχτικά τα χέρια μου και την ακολούθησα στην κουζίνα.  Τα σώματα είχαν αρχίσει να κάνουν καλή δουλειά και το κρύο είχε σπάσει ήδη.  Αυτό οφειλόταν και στο γεγονός ότι τα δωμάτια ήταν μικρά και τα πατώματα καλυμμένα από άκρη σε άκρη με φλοκάτες.
Στο ξύλινο τραπέζι ήταν σερβισμένα δυο πιάτα με μεζεδάκια και ο κυρ Βαγγέλης ήδη γέμιζε δυο ποτηράκια από την μπουκάλα που κρατούσε στο χέρι του.
«Στην υγειά σου, λεβέντη μου.»  είπε και ήπιε την πρώτη γουλιά.
«Στην υγειά μας.» μουρμούρισα και κατέβασα σχεδόν το μισό.  Αμέσως ένιωσα τη γλυκιά του θέρμη να γαργαλάει λαιμό και σωθικά.
«Έλα, φάε κάτι, μην ντρέπεσαι.» με παρότρυνε ο γέροντας.
Η κυρά-Θεανώ ακούμπησε μερικές φέτες ψωμί στο τραπέζι και βγήκε από την κουζίνα.
«Μα, δεν ήταν ανάγκη για όλα αυτά.»
«Πώς δεν ήταν.  Για το καλό που μας έκανες.»
«Ποιο καλό κυρ-Βαγγέλη; Τη δουλειά μου έκανα μόνο.» απάντησα μισογελώντας.
Ο γέροντας δε μίλησε αμέσως.  Έστρεψε το σκούρο, κουρασμένο από τα χρόνια και τις αγωνίες βλέμμα του στο δικό μου.
«Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έκανες απλά τη δουλειά σου.»  μου είπε σοβαρός.
«Τι θες να πεις;»
«Θαρρείς, λοιπόν κι εσύ ότι ξεκούτιανα τελείως;  Ότι δεν ξέρω πότε κάποιος πάει να με γελάσει;  Ότι δεν ξέρω πότε κάποιος μου κάνει ένα καλό;» έκανε και έσκασε στα γέλια.
Τον κοίταξα αμίλητος μην ξέροντας πως ακριβώς να αντιδράσω.
«Θαρρείς πως δεν ήξερα ότι οι άλλοι δύο τσέπωσαν τα λεφτά που τους έδωσα και πήραν και όλα αυτά τα σιδερικά από μέσα για να τα πουλήσουν;» συνέχισε «Και μου έκαναν τάχαμου-τάχαμου πως δεν φτιάχνεται με τίποτα και να πάω να πάρω μια σόμπα ηλεκτρική;»
Χαμήλωσα το βλέμμα γιατί ξαφνικά ένιωσα να ντρέπομαι για λογαριασμό τους.
«Γιατί δεν τους είπες τίποτα;» ψέλισσα τελικά και ο κυρ Βαγγέλης σοβάρεψε απότομα.
«Δεν έχω πια κότσια να μαλώνω, αγόρι μου. Είμαι γέρος. Κάποτε δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου.  Είχαν να το λένε όλοι στο χωριό.  Κανείς δεν τα ‘βαζε με το Βαγγέλη το ράφτη.  Μα, πάνε περάσανε αυτά.»
Σήκωσε το ποτήρι του κι αφού τσούγκρισε με το δικό μου, ήπιε την υπόλοιπη ρακή μονορούφι.

***

Από τότε, κάθε φορά που πήγαινα για συντήρηση δεν έφευγα ποτέ χωρίς να πιούμε μια-δυο ρακές και χωρίς ο κυρ-Βαγγέλης να μου πει τις ίδιες ιστορίες από τον καιρό που ήταν φαντάρος και κόντεψε να πεθάνει από πνευμονία και τον καιρό που πρωτοαγάπησε την κυρα-Θεανώ και πήγε να την κλέψει γιατί ο πατέρας της, μεγαλομαγαζάτορας της εποχής, δεν την έδινε σ’ έναν φτωχό ράφτη όπως αυτός.
Πλησίαζε και πάλι η μέρα της συντήρησης στο σπίτι των δύο γερόντων, όμως δεν είχα καταφέρει να τους βρω στο τηλέφωνο.  Έπαιρνα ξανά και ξανά μα δεν απαντούσε  κανείς και επιπλέον- πράγμα περίεργο- ούτε εκείνοι με είχαν αναζητήσει για να κλείσουμε την ώρα και τη μέρα.  Με το φόρτο της δουλειάς ξεχάστηκα και οι μέρες πέρασαν.  Έφτασε Δεκέμβρης και θυμήθηκα έξαφνα ότι δεν είχα καταφέρει να τους  μιλήσω.  Αποφάσισα, να περάσω από το σπίτι τους.  Στο δρόμο ένα άσχημο προαίσθημα με άρπαξε από το λαιμό και έκατσε στο στήθος μου σαν βαρίδι.
«Ίσως το τηλέφωνο να μην λειτουργούσε.  Ίσως να έφυγαν στα παιδιά τους για τα Χριστούγεννα.»  επαναλάμβανα στον εαυτό μου για να τον καθησυχάσω, ενώ  μέσα μου το κακό προαίσθημα ούρλιαζε σαν λύκος. 
Όταν πάρκαρα το αυτοκίνητο μου και πλησίασα στην πόρτα του χαμηλού σπιτιού, οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν.  Έξω ακριβώς από την κεντρική είσοδο, κολλημένο σε ένα στύλο της ΔΕΗ βρισκόταν το κηδειόχαρτο.   Τα γόνατα μου λύθηκαν και με έπιασε δύσπνοια.  Έκανα να στηριχτώ από το στύλο μέχρι να συνέλθω και τότε ήταν που άκουσα τη φωνή της κυρα-Θεανώς να με φωνάζει.
«Είσαι καλά, αγόρι μου;» ρώτησε γεμάτη ανησυχία.
Στεκόταν μαυροντυμένη στην είσοδο και με κοιτούσε φοβισμένη.
Πάλεψα με τον εαυτό μου να μην αφήσω δάκρυα να τρέξουν.  Ντρεπόμουν να κλαίω σαν κοριτσάκι μες τη μέση του δρόμου.  Πήρα μια βαθιά ανάσα και την πλησίασα.
«Κυρα-Θεανώ... εγώ... ήρθα για τη συντήρηση.» είπα γιατί δεν ήξερα τι  άλλο  να πω.
Η γριούλα με κοίταξε μέσα στα μάτια και ο πόνος της ήταν τόσο ζωντανός που με τάραξε ως το βάθος της ψυχής μου.  Χωρίς άλλη σκέψη άνοιξα τα χέρια μου και την αγκάλιασα.
«Ξέρεις, μου είπε  μέσα στα αναφυλλητά της, κάθε χρόνο που ήταν να έρθεις, πήγαινε ο ίδιος να πάρει ρακή και τυρί και λακέρδα για να τσιμπήσετε.  Δε μ’ άφηνε να πάω εγώ.»
Την έσφιξα πάνω μου για να μη δει τα μάτια μου που είχαν αρχίσει να υγραίνουν.

copyright 
Σοφία Κορωνίδου - συγγραφέας




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Είμαι μέλος της συγγραφικής παρέας «Ώρες Συγγραφής» και διαβάζω μανιωδώς όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Το πρώτο μου ρομαντικό-χιουμοριστικό μυθιστόρημα με τίτλο «Έρωτας από την πρώτη... μάχη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός, ενώ από τις εκδόσεις Ανάτυπο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Οδός Αμαρτίας, αριθμός 12», στην οποία συμμετέχω με το διήγημα μου «Το στοίχημα» που ανήκει στο είδος της λογοτεχνίας Φαντασίας.  
Αρθρογραφώ στον ιστότοπο Silvery Books, συνδιαχειρίζομαι και προτείνω βιβλία στη στήλη "Βιβλία που μας αρέσουν" στον ιστότοπο Pearls n' Roses.
Παράλληλα μεταφράζω λογοτεχνία. Κάποια από τα ποιήματα που έχω μεταφράσει είναι της συγγραφέως και ποιήτριας Πόλυς Μίλτου και θα τα βρείτε στη σελίδα του Spillwords.com

Αν θέλετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, θα με συναντήσετε στα εξής ηλεκτρονικά μονοπάτια:
Facebookà Sofia Koronidou
και
στην ομάδα μου στο facebookà ΣοφίαΚορωνίδου-συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Popular Posts