μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΜΕ ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΚΡΑΣΙ (αληθινό)- Της Πόλυς Μίλτου



Γέμισε το ποτήρι της με κόκκινο κρασί και πλησίασε το πληκτρολόγιο.
Ήταν μια συνήθεια που χρόνια ολόκληρα είχε αποκτήσει και δεν επιθυμούσε να την αλλάξει με τίποτα. Ήταν μια συνήθεια που γέμιζε την ψυχή της με μια ψευδαίσθηση πως κάποιος δικός της βρισκόταν εκεί και μιλούσε μαζί του.
Βέβαια, δεν είχε πάντα την ίδια διάθεση να παρηγορηθεί με ψέματα.
Και σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, ήταν μια από τις θλιβερές της μέρες που ένιωθε πως η ψυχή βάραινε μέσα της με ασήκωτο βάρος.
Έτσι ένιωθε σε κάθε μεγάλη γιορτή. Με τη διαφορά πως τα Χριστούγεννα είχαν μια πινελιά σπιτίσιας παρουσίας, με όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες, ξέρεις… Τον στολισμό, τη φλόγα στη σόμπα που δημιουργούσε μια θαλπωρή, το κλείσιμο μέσα στη ζέστη, την τηλεόραση με τα παιδικά που έδειχναν οικογένειες, στολισμένα σπίτια, γιορτές γύρω από το τραπέζι. Τα έβλεπε κατά κόρον για να νομίζει πως γευόταν κι εκείνη κάποια ψιχουλάκια αγάπης έστω κάτω από τα τραπέζια τους ή έξω στις χιονισμένες αυλές. Και μετά, ήταν και όλα εκείνα τα παραμύθια που τελείωναν με την πραγματοποίηση των ωραιότερων ονείρων του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας.
Μια πίκρα την άφηναν μέσα της όλα αυτά πάντα, μα είχε μάθει να παραμυθιάζει τον εαυτό της να χαίρεται με τα ψέματα της ταινίας και όχι με την ερημιά του δικού της κόσμου.
Όμως,… όμως…
Το Πάσχα ερχόταν πάντα θλιβερό και κουβάλαγε μαζί του μια απαρηγόρητη εικόνα.
Όλη η Μ. Βδομάδα ήταν αλλιώς. Όταν ήταν παιδί τη ζούσε με όλη της τη δύναμη. Έτρεχε στις ακολουθίες, κράταγε τα κεράκια, έψελνε σιγά με τους ψάλτες εκείνα τα όμορφα λόγια, δάκρυζε στο Πάθος, στόλιζε τον Επιτάφιο και στολιζόταν με χαρά για την Ανάσταση. Έλαμπε ολόκληρη και δάκρυζε από συγκίνηση με το πρώτο "Χριστός Ανέστη" που ακουγόταν στον αέρα μετά από τόση θλίψη και πένθος.
Χαιρόταν και για άλλα πράγματα όταν ήταν παιδί. Έρχονταν πάντα οι συγγενείς από την Αθήνα, να περάσουν το Πάσχα στην παραλιακή τους πόλη και γέμιζε το σπίτι τους φωνές, γέλια, αστεία και κίνηση. Και μετά ένα σωρό ευχές και ένα πανηγύρι γύρω από το αρνί που ψηνόταν στην αυλή τους. Άνοιξη γλυκιά μοσχομύριζε και τα όνειρά της αναπτερώνονταν για ένα όμορφο μέλλον… Μακριά, εκεί που όλοι θα χαίρονταν πράγματι με την παρουσία της και εκεί που τα λουλούδια θα άνθιζαν ελεύθερα χωρίς να τα πατάνε στο τέλος της μέρας.
Γιατί, όταν έφευγαν όλοι εκείνοι οι συγγενείς που χαμογελούσαν και εύχονταν ψεύτικα και μετά μετρούσαν συμφέροντα και χρήματα… Μετά, όταν αποχωρούσαν και οι γείτονες που πάντα ζήλευαν τα πλούτη τους αλλά «για το καλό της μέρας» έρχονταν να πάρουν και αυτοί το μεζεδάκι τους… η καρδιά της άνοιγε πάλι στη θλίψη.
Αυτό ήταν πάντα το Πάσχα της. Ένα αλισβερίσι και ένα νταραβέρι ψεύτικων ανθρώπων που κανείς δε χώνευε κανέναν. Και προπαντός δε χώνευαν εκείνη, τη μοναδική κληρονόμο μιας περιουσίας πολύ μεγάλης σε μια ξένη, ψεύτικη οικογένεια. Το ήξερε, όχι μόνο από το ένστικτό της που το φίμωνε κάτι τέτοιες μέρες για να περάσει κάπως καλά. Το γνώριζε και από συζητήσεις που γίνονταν μπροστά στα μούτρα της του ενός σογιού για το άλλο. Έτσι, είχε μάθει τα πάντα από την απληστία και την ανοησία τους, που την περνούσαν χαζούλα γιατί πίστευε στην αγάπη, και της άνοιγαν μπροστά της όλα τα χαρτιά του αντίπαλου με τα σχέδια τα σκοτεινά εναντίον της.
Έκανε πάντα τη χαζή. Δεν έδινε σε κανέναν ελπίδες, δεν τους έλεγε τι ήθελε να κάνει. Ήξερε πως το μόνο που ήθελαν ήταν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον των άλλων και μετά… να την κατακλέψουν με τον τρόπο τους. Δεν έλεγε τίποτα γιατί κάποια φορά που το έκανε σε πολύ δικούς της ανθρώπους, προδόθηκε οικτρά. Και αυτό της στοίχισε μια αιχμαλωσία χρόνων σε ένα βίαιο και άσπλαχνο περιβάλλον, που άλλη εικόνα έδειχνε στην κοινωνία (εκείνη του ηθικού, φιλάνθρωπου και ευσεβέστατου χριστιανού) και άλλη ήταν στην πραγματικότητα.
Κανείς δεν την πίστεψε ποτέ. Κανείς δεν τη βοήθησε. Μερικοί ίσως το θέλησαν, μα δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων. Μόνη της βοήθησε τον εαυτό της.
Πέρασε μέσα από πολλές τρικυμίες και ανήλιαγες ώρες για να μπορέσει κάποτε να βρει κάποιου είδους ελευθερία. Για χρόνια πολλά αυτή η ελευθερία ήταν υπό όρους. Κόστιζε πολλά. Και πάντα κόστιζε ένα θλιβερό και πένθιμο "Χριστός Ανέστη" σε ένα σπίτι που τη μισούσε και την άφηναν με πολλούς τρόπους να επιστρέφει τα βράδια μόνη, να τρώει μόνη της σε γιορτινά μεσημεριανά τραπέζια, να λέει τις ευχές της μόνη της… Και ναι, η ελευθερία τής κόστισε τα πάντα. Όσο εκείνη είχε ελπίδα να νικήσει η αγάπη μέσα τους, οι άλλοι έκαναν πράξη την καταστροφή της. Η ελευθερία της πληρώθηκε με μεγάλη προδοσία, με πολύ περισσότερα αργύρια από του Ιούδα.
Και πάντα ο Ιούδας εδώ ήταν οι πολύ δικοί της άνθρωποι.
Μετά πολλά χρόνια όλα αυτά έληξαν με το πεπρωμένο που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει.
Ήταν ελεύθερη πια. Χωρίς τίποτα από όσα της στέρησαν και χωρίς τίποτα από όσα της έταζαν και δόθηκαν αλλού. Ελεύθερη. Χωρίς τίποτα.
Ελεύθερη, με μόνα τα όνειρά της… Τίποτα άλλο.
Είχε κάνει και τους δικούς της κύκλους τώρα.( Έτσι νόμισε, δυστυχώς.) Ανάμεσα σε ανθρώπους «άγιους», που χαμογελούσαν δεξιά και αριστερά και μιλούσαν ατέλειωτα για την αγάπη. Έταζαν αγάπη και τους πίστεψε. Περίμενε να βρεθεί σε ένα περιβάλλον ουράνιο με υπάρξεις μοναδικές. Χα! Έμαθε με τον πιο σκληρό τρόπο πως στη γη περπατάνε μόνο άνθρωποι (με μικρό άλφα). Και έμαθε επίσης πως εκείνοι που όλο λένε και λένε και φαίνονται παντού και διαφημίζονται με πείσμα, τελικά… είναι οι πιο ψεύτες της γης.
Έζησε πολλές Πασχαλιές μαζί τους. Και πικράθηκε όσο ποτέ. Κάποια φορά την άφησαν μέσα στη νύχτα ή μάλλον ξημερώματα, έξω από κάποιο ενοριακό κέντρο… μόνη της. Ήταν ξένη εκεί και το ήξεραν. Μόνη και έρημη και χαροκαμένη και το ήξεραν. Όμως, σαν τέλειωσε η εκκλησιά και έφυγαν όλοι (και ενώ πριν τους είχε εξυπηρετήσει με κόπο σε πολλά), εκείνοι οι «καλοί χριστιανοί», κάλεσαν τους γνωστούς τους ονομαστικά μέσα στο κτίριο, να φάνε το ξημέρωμα του Πάσχα, και εκείνη την άφησαν έξω μόνη της. Μάλιστα, αφού της έριξε μια ματιά αδιάφορη ο υπεύθυνος του κέντρου και δεν την κάλεσε να περάσει έστω για λίγο, έδωσε στον νεωκόρο την εντολή να κλείσει και την πόρτα. Στα μούτρα της της έκλεισαν την πόρτα.
Έφυγε μόνη, πήγε στο σπιτάκι που της είχαν εκεί κοντά και είπε μόνη της τις ευχές της, τσούγκρισε μόνη της, απάντησε μόνη της, έκλαψε μόνη της. Και το κατάπιε…
Κάποια άλλη φορά, θυμάται, κάποιος άλλος «άγιος» είχε στρώσει πασχαλινό τραπέζι για πολλούς. Για τη φήμη; Για να περάσει μια εικόνα καλή για τον εαυτό του; Είχε ξένους από αλλού εκείνη τη μέρα. Ποιος ξέρει;
Με το ζόρι, επειδή ειπώθηκε μπροστά της, και επειδή είχε καλέσει πολλούς και διάφορους άλλους, της έκανε την πρόταση μέσα απ’ τα δόντια, τελευταία στιγμή, να πάει και αυτή στο τραπέζι του. Δεν ήθελε. Ποτέ της δεν ήθελε να είναι ένα μπάλωμα στα σχέδια των άλλων. Να την αγαπούν ήθελε. Όπως αγαπούσε εκείνη.
Ήθελε να φύγει για το σπιτάκι της, αλλά την παρέσυραν φιλικά πρόσωπα και για να μην εκθέσει τον «άγιο» στους ξένους, έκανε την καρδιά της πέτρα και πήγε. Ε, ναι, ήταν ένα μπάλωμα. Και το ένιωσε με τον πιο απάνθρωπο και ανάλγητο τρόπο.
Ήταν μεσημέρι του Πάσχα. Γεύμα του Πάσχα. Και…
Ήταν η μόνη που δεν είχε πιάτο μπροστά της. Δεν την είχαν υπολογίσει. Αλλά ούτε τώρα που πήγε, σκέφτηκε κανείς να αναπληρώσει το κενό. Δεν της έδωσαν καθόλου σημασία. Τι κι αν την κάλεσαν; Δεν την είχαν υπολογίσει ανάμεσά τους και της το έδειχναν με κάθε τρόπο.
Και πάλι για να μην αγανακτήσουν οι φίλοι και να μην καταλάβουν όσοι είχαν παρευρεθεί εκεί, για τη διαφήμιση του «αγίου, καλού χριστιανού» στους ξένους επισκέπτες, πήρε ένα μικρό πιάτο του φρούτου μόνη της, έβαλε κάποια μικρά πραγματάκια και έκανε πως έφαγε. Έτσι, για να μη δώσει λαβή για περαιτέρω συζήτηση…
Κατάπιε μερικές μπουκιές. Τσούγκρισε μαζί τους. Είπε ευχές. Χαμογέλασε σε όλους. Έφυγε με αξιοπρέπεια χωρίς να δώσει σε κανέναν δικαιώματα για τίποτα.
Όμως εκείνη την πίκρα δε θα την ξεχνούσε ποτέ. Πήγε σπίτι της και έκλαψε τόσο, όσο ποτέ στη ζωή της. Όσο ποτέ!... Ήταν Πάσχα!
Από τότε… Από τότε μίσησε το Πάσχα.
Τόσο που το αγαπούσε από παιδί, επειδή περίμενε με ελπίδα να αναστηθεί η ζωή της, να αναστηθούν τα όνειρά της, να αναστηθεί η αγάπη στον κόσμο, τόσο πολύ και ακόμα περισσότερο το μίσησε το Πάσχα. 
Από τότε μισεί το Πάσχα!
Εντάξει, δεν ήταν αχάριστη. Όφειλε σε κάποιους φίλους κανα δυο Χριστούγεννα και δυο τρεις Πασχαλιές, που την είχαν καλέσει να περάσει μαζί τους. Άνθρωποι που δε θα τους έλεγες «αυτοί που τρέχουν στις εκκλησιές». Άνθρωποι ζεστοί, απλοί, φίλοι αληθινοί. Κοντά τους ένιωσε απλά, οικογενειακά, ευχάριστα. Αλλά… αλλά…
Τι να σου κάνει η ξένη χαρά στην καρδιά σου, όταν σου έχουν γκρεμίσει όλη σου τη ζωή και τα όνειρα, αυτοί που είχες για εντελώς δικούς σου;
Και όταν σου έχουν σκοτώσει το Πάσχα σου;
………………………………………………………………………
Πήρε το ποτήρι το κρασί και αφού ήπιε μια γουλιά, πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο να βλέπει έξω. Χαμογέλασε πικρά.
Τούτη η χρονιά ήταν θλιβερή είπαν. Ο κόσμος αναστατώθηκε γύρω της. Δε θα πάμε εκκλησιά. Δε θα ακουστούν καμπάνες. Δε θα μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι μαζί με τους δικούς μας που αγαπάμε, να ζήσουμε οικογενειακά τη χαρά μας. Να ψήσουμε και να γλεντήσουμε με το σόι μας. Να γελάσουμε με όλη τη γειτονιά. Να… να…
Τελικά, η καμπάνα ακούστηκε. Το "Χριστός Ανέστη" ακούστηκε, έστω για λίγο.  Άνθρωποι έψελναν σε βεράντες, άλλοι συνέχισαν την προσευχή από τα σπίτια τους. Κι αυτή το ίδιο. Και μετά…
Ήπιε μια γερή ρουφηξιά.
Μετά, ξανά 'πε μόνη της τις ευχές, απάντησε μόνη της στον εαυτό της, και όπως πάντα έφαγε μόνη της στο Πασχαλινό της τραπέζι.
Τώρα είχε απομείνει με το κρασάκι στο χέρι να παρακολουθεί από το παράθυρο την άνοιξη που περπατούσε έξω ακάθεκτη. Ήλιος. Όλα χαρούμενα. Δίπλα της κάποιοι είχαν στήσει την ψησταριά τους. Πιο πέρα, ακούγονταν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι οι ευχές. Πιο κει ακούγονταν χαρούμενες φωνές παιδιών.
Δεν την πήρε κανείς τηλέφωνο. Πήρε η ίδια όπως πάντα κάποιους. Α, όχι, την είχε πάρει ένα κοριτσάκι και της είχε ευχηθεί… Ναι, το θυμάται.
Εντάξει, δεν είχε και απαιτήσεις. Οι άλλοι είχαν υποχρεώσεις, είχαν αν σκεφτούν τους δικούς τους.
Μπήκε στο fb.  Έδωσε και πήρε ευχές.
Οι πιο πολλές, όμως, που στέλνονταν ομαδικά είχαν κάτι προτάσεις που την έσφαζαν πάλι και πάλι «Να είστε καλά με τα αγαπημένα σας πρόσωπα.», «Εύχομαι χρόνια πολλά σε σένα και την οικογένειά σου», κάτι τέτοια… Σκέφτηκε πόσους άλλους θα έσφαζαν στην ψυχή αυτά τα απαράδεκτα ομαδικά σποτάκια.
 Διάβασε και τα ατέλειωτα παράπονα πολλών που δεν είχαν γιορτάσει με όλους τους δικούς τους το Πάσχα και τους έλειπαν και έλεγαν και έλεγαν… Ένα σωρό παράπονα που δεν τους είδαν από κοντά, που δεν τους αγκάλιασαν από κοντά, λες και είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου.
Κοίταξε πικραμένη μια φωτογραφία με όσους αγαπούσε και θα ήθελε να τους είχε ζήσει έστω για ένα Πάσχα, μα είχαν φύγει για τον ουρανό προτού τους γνωρίσει. Ήταν οι δικοί της που ποτέ δεν ήταν δικοί της.
Η ίδια είχε καταδικαστεί από παιδί να ζει μέσα στη  ψυχρότητα, την αδιαφορία και το μίσος. Οι άλλοι, αυτοί που αγαπούσε και θα την αγαπούσαν, ήταν απλά… μια φωτογραφία.
Σήκωσε το ποτήρι της και τους ευχήθηκε χαμογελώντας πικρά. Έκλεισε το fb. Όλη εκείνη η γκρίνια την είχε κουράσει.
Μέσα της η πίκρα μεγάλωσε. Συνήθως δεν έπινε πάνω από μισό ποτήρι κρασί. Δεν της άρεσε και πολύ το κρασί.
Αλλά, εκείνη τη μέρα, ένιωσε να θέλει να ζαλιστεί και να ξεφύγει. Να μη σκέφτεται. Πήγε και γέμισε πάλι το ποτήρι της και το σήκωσε ψηλά.
«Γεια μας!» είπε στο κομπιούτερ της και ήπιε μια γουλιά.
Ήθελε να πει στον κόσμο που όλο γκρίνιαζε, πως η ζωή δε σταματά από τις αποστάσεις. Πως η αγάπη υπάρχει και πέρα από τη χιλιομετρική απαγόρευση. Πως όσο είχαν τους δικούς τους καλά και ζωντανούς και με την ελπίδα να τους δουν λίγο αργότερα, δεν έπρεπε να φέρνουν την καταστροφή. Ήταν μεγάλο πράγμα που τους είχαν, έστω και μακριά.
Την πείραζε η γκρίνια για αυτά που γίνονται. Για αυτά που είχαν. Για αυτά που απολάμβαναν έστω από μακριά. Για το παραμικρό.
Ήθελε να φωνάξει άγρια σε όλους αυτούς πως υπήρχαν και εκείνοι που δεν έζησαν ποτέ τους δικούς τους. Που τους βάραινε το πένθος σε μέρες χαρούμενες. Που δεν έζησαν ποτέ την αληθινή αγάπη. Που δε γιόρτασαν ποτέ καμιά γιορτή. Που δεν περιμένουν ποτέ να γιορτάσουν ούτε αργότερα. Ούτε άλλη φορά. Ούτε χωρίς αποστάσεις…
Πως υπήρχαν και άλλοι, μέρες γιορτινές που ζούσαν τη βία στα σπίτια τους, που ζούσαν χωρίς ελπίδα… που…
Σιγά. Ο κόσμος, χαμένος στον εγωισμό του, δε θα καταλάβαινε. Αυτοί οι λίγοι, που σκέπτονταν και τους πιο πέρα, είχαν και πάλι ενεργήσει για όσους ήξεραν να μη μείνουν μόνοι ή αβοήθητοι.
Θυμήθηκε σαν μικρή παρηγοριά στην πίκρα της το κουδούνι που είχε χτυπήσει πριν ώρα και στο δικό της σπίτι. Το πιατάκι της αγάπης που της δόθηκε. Δεν ήταν που δεν είχε φαγητό. Δεν ήταν από τους φτωχούς. Εκείνο το πιάτο για αυτή ήταν η έμπρακτη βεβαίωση ότι κάποιοι τη θυμούνταν και ήθελαν να την ευχηθούν από καρδιάς. Μαζί με το πιάτο, μετέφερε στην καρδιά της και τα χαμόγελα της αγάπης τους.
Ούτε γκρίνια. Ούτε τίποτα. Μια ευχή στην πόρτα της.
Ναι, δεν την είχαν ξεχάσει όλοι...
Πόσο κόστιζε στον κόσμο, άραγε, αντί για την ατομιστική του αντίληψη για τις γιορτές, μια υπενθύμιση αγάπης σε όσους ήταν τελείως έρημοι και θλιμμένοι; Πόσο;
Δεν μπορεί κανείς να σου αλλάξει τη ζωή. Δεν μπορεί να σου πάρει τη θλίψη. Μπορεί όμως να ανακουφίσει την ψυχή έστω λίγο. Να της δώσει μια μικρή αχτίνα χαράς, για να συνεχίσει να σηκώνει τον σταυρό της πιο ανάλαφρα. Αυτό… το λίγο, κόστιζε όσο ο ουρανός.
Μετά και το μισό δεύτερο ποτηράκι ημίγλυκο ένιωσε να βαραίνουν τα βλέφαρα απότομα. Ήθελε να κοιμηθεί.
Μαζεύτηκε ανακουφισμένη στην πολυθρόνα της, εκεί που ξεκουραζόταν όταν ήθελε να χαλαρώσει και αισθάνθηκε όμορφα.
Τι καλά. Θα κοιμόταν. Και όταν ξυπνούσε… το μεσημέρι του Πάσχα θα είχε περάσει… Όταν ξυπνούσε, δε θα είχε πια τη σκέψη της στη γιορτή.
Έβαλε παιδικά στην τηλεόραση και έκλεισε τα μάτια.
Δεν ήθελε ούτε να ονειρευτεί!
Ήθελε μόνο να περάσει αυτή η μέρα του Πάσχα!



Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Dovlatov-Ο εξόριστος συγγραφέας (2018) κριτική της Ανθό





Dovlatov (2018)
Ελληνικός τίτλος: Ο εξόριστος συγγραφέας.
Σκηνοθεσία: Αλεξέι Γκερμάν Τζούνιορ.
Σενάριο: Αλεξέι Γκερμάν Τζούνιορ, Γιούλια Τουπίκινα.
Πρωταγωνιστούν: Μίλαν Μάριτς, (Ντοβλάτοφ) Ντανίλα Κοζλόφσκι, Έλενα 
Σουτζέκα, Αρθουρ Μπεσάστνι.

Η ταινία διαδραματίζεται στο Λένινγκραντ το 1971, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ είναι ένας δημοσιογράφος, επίδοξος συγγραφέας. Για να εκδώσει κάτι από το έργο του πρέπει να γίνει δεκτός στην Λέσχη Λογοτεχνών. Αυτό δεν γίνεται αφού αδυνατεί να υποκύψει στους περιορισμούς του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης. Αρνείται από πεποίθηση να γράψει οποιοδήποτε καθοδηγούμενο άρθρο. Επιλέγει να παραμένει στην αφάνεια παρά να θυσιάσει την ελευθερία της σκέψης του, των συγγραφικών και όχι μόνο ιδεών του.  Βρίσκεται σε διάσταση με την γυναίκα του και προσπαθεί να είναι κοντά στην μικρή του κόρη. Ζει με τη μητέρα του, σε κοινόβια πολυκατοικία, η οποία θαυμάζει το έργο του και στηρίζει τον συγγραφικό του αγώνα. Παρακολουθούμε μόλις έξι μέρες από τη ζωή του Ντοβλάτοφ. Έξι μέρες ικανές για να καθορίσουνε ζωές.   Το καθεστώς του Μπρέζνιεφ επιβάλει ιδεολογικούς περιορισμούς και η λογοκρισία κάνει τον θεατή να αναρωτιέται πόση δύναμη έχει η ψυχή του καλλιτέχνη που σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες μπορεί και παράγει αριστουργήματα.
Ο Ντοβλάτοφ και η παρέα του είναι νέοι, καλλιτέχνες, παθιασμένοι, αλληλέγγυοι, ευαίσθητοι. Επιμένουν με κάθε κόστος· αυτό τελικά είναι και η ελευθερία της επιλογής τους σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. Ένας από αυτούς είναι ο νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι ο οποίος πέθανε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 55 ετών. «Τι σημασία έχει αν σε δημοσιεύσουν στην πατρίδα σου; Είναι όλα απλώς δοκιμασίες», «δε θέλω να φύγω, δε θα μπορώ να επιστρέψω» θα πει στον Ντοβλάτοφ.
Η καταπιεσμένη ψυχή του καλλιτέχνη, που θα βρει δρόμο διαφυγής με κάθε τρόπο και κάθε κόστος κυριαρχεί στην ταινία.
Η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αργή λόγω των πολλών πλάνων. Πολλές, μονότονες ίσως, εικόνες στο χιονισμένο Λένινγκραντ. Κάθε άλλο παρά βαρετή είναι. Οι διάλογοι ανάμεσα σε τόσους συγγραφείς και ποιητές είναι μοναδικοί. Αρκετές είναι οι στιγμές που, πριν προλάβεις να θαυμάσεις, να στοχαστείς έναν στίχο ή μια φράση, έρχεται η επόμενη. Η μουσική επένδυση της ταινίας με την τζαζ να κυριαρχεί σε ταξιδεύει στα κλαμπ των νέων αυτών ονειροπόλων καλλιτεχνών.





Ο Ντοβλάτοφ πεθαίνει στα 48 του στη Νέα Υόρκη. Εκδίδει 12 βιβλία στην Νέα Υόρκη. Γίνεται γνωστός μετά τον θάνατο του. Είναι ο αγαπημένος συγγραφέας εκατομμυρίων Ρώσων. Δεν το μαθαίνει ποτέ.
Τα πιο γνωστά βιβλία του που κυκλοφορούν στην Ελλάδα στα αγγλικά είναι τα:
Pushkin Hills και The Invisible Book S.Dovlatov.
Η ταινία είναι γεμάτη από αγαπημένες μου εκφράσεις. Ποιήματα, αφηγήσεις και λόγια συγγραφέων και ποιητών που δεν ξέρεις ποιο απ' όλα να επιλέξεις.
Θα σας αφήσω με την πιο αγαπημένη μου, που είναι και το μήνυμα μου για εσάς αγαπημένοι αναγνώστες:
«Όλα θα πάνε καλά! Δεν ξέρω πότε, αλλά θα είμαστε καλά. Θα το ξεπεράσουμε!»
                                  
Χαμογελάτε φαρδιά και αναπνεύστε βαθιά!

Βρείτε όλη την ταινία με ελληνικούς υπότιτλους εδώ:





Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Τρεις συν μία ταινίες για τον Ιησού





Τρεις συν μία ταινίες για τον Ιησού


Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ (1977)


Δεν γινόταν να ξεκινήσει αλλιώς αυτό το αφιέρωμα παρά από το διαχρονικό αριστούργημα του Φράνκο Τζεφιρέλι. Η μίνι σειρά που προβλήθηκε για πρώτη φορά από την Ιταλική κρατική τηλεόραση το 1977, συνεχίζει να καθηλώνει  εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλο τον πλανήτη όποτε προβάλλεται -πλέον για πάνω από 4 δεκαετίες.


Με ένα καστ που προκαλεί δέος σε όλους τους σινεφίλ, και αναμφίβολα δεν έχει συνυπάρξει σε τέτοιο βαθμό σε οποιαδήποτε άλλη τηλεοπτική ή κινηματογραφική παραγωγή, και απαρτίζεται από ιερά τέρατα της έβδομης τέχνης που μεσουράνησαν  κυρίως τις δεκαετίες του 50’ και 60’, όπως οι Σερ Λόρενς  Ολίβιε,  Κρίστοφερ Πλάμερ,  Ρόντ Στάιγκερ,  Άντονι Κουίν,  Πίτερ Ουστίνοφ,  και άλλοι.

Με την κινηματογραφική αυτή «dream team»  εν δράσει,  το τελικό αποτέλεσμα δε θα μπορούσε παρά να προσεγγίσει την τελειότητα.  Βασικό συστατικό της επιτυχίας της συγκεκριμένης σειράς υπήρξε φυσικά η αξεπέραστη ερμηνεία του Ρόμπερτ  Πάουελ  στον πιο απαιτητικό ρόλο, αυτόν του Ιησού. Σε ηλικία 33 ετών, σαν το Χριστό, ο γεννημένος το 1944 Βρετανός ηθοποιός απέδωσε, με αμίμητη μεγαλοπρέπεια, στην οθόνη τα τελευταία χρόνια του Ιησού.

Πράος, δίκαιος, σοφός σαν διδάσκαλος,  δυναμικός όταν έπρεπε να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της εποχής, υπομονετικός και γαλήνιος στα Πάθη του. Με φυσική παρουσία που κατέκτησε αυτομάτως το κοινό, καθώς αποτελεί ότι πιο κοντινό έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας  για τον Ιησού βάσει της εικονογραφίας και  των διηγήσεων, θα αποτελεί  για πολλά χρόνια ακόμα το ιδεατό πρότυπο στις παραγωγές που θα γίνουν στο μέλλον για την ζωή του Θεανθρώπου.



Κing of kings (1961)  


Σε μια περίοδο όπου οι επικές ταινίες ιστορικού και θρησκευτικού περιεχομένου είχαν την τιμητική τους, ο επιφανής σκηνοθέτης της εποχής Νίκολας Ρέι  μετέφερε στη μεγάλη οθόνη μια ακόμη ταινία που διαδραματίζεται  στην εποχή του Χριστού. Στον ρόλο του Μεσσία ο επιλέχτηκε ο Τζέφρι Χάντερ.



Με παρουσιαστικό που παρέπεμπε περισσότερο σε ροκ σταρ της εποχής,  ο φέρελπις ηθοποιός στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και υποδύθηκε με αξιοπρέπεια ίσως το δυσκολότερο ρόλο που μπορεί να ανατεθεί  σε κάποιο ηθοποιό κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Η καριέρα του αυτή, δυστυχώς, δεν κράτησε πολύ, καθώς μετά από δυο εγκεφαλικά επεισόδια που υπέστη, ο νεαρός καλλιτέχνης έφυγε πρόωρα από την ζωή σε ηλικία μόλις 42 ετών το 1969, εννέα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας.

Το φιλμ πέρα από τα γεγονότα που αφορούν τον Ιησού, δίνει μεγάλη έμφαση και στον ζηλωτή-επαναστάτη Βαραββά και γενικότερα τις προσπάθειες των κατοίκων της Ιουδαίας  προκειμένου να απαλλαγούν από τον Ρωμαϊκό ζυγό, και επίσης ο σκηνοθέτης εντρυφεί στη προσωπικότητα και το ποιόν του Ρωμαίου διοικητή της Ιουδαίας Πόντιου Πιλάτου.

Μια ακόμα σημαντική παράμετρος που καθιστά αξιόλογη την όλη προσπάθεια είναι φυσικά η εξαιρετική μουσική επένδυση του μετρ του είδους Μίκλος Ρόζα.




Τα πάθη του Χριστού (2004)


Σειρά έχει η δημιουργία του Μελ Γκίμπσον. Ο βαθιά θρησκευόμενος καθολικός ηθοποιός-σκηνοθέτης, προσπάθησε να ταράξει τα κινηματογραφικά ύδατα με μια διαφορετική, σε σχέση με τι περισσότερες ταινίες του είδους, προσέγγιση.

Το φιλμ, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, εστιάζει αποκλειστικά στα Πάθη του Ιησού. Για τον συγκεκριμένο ρόλο ο Γκίμπσον επέλεξε τον ανερχόμενο Τζιμ Καβιζέλ. Τα μαρτύρια που υπέστη ο Θεάνθρωπος, αναμφίβολα, δεν είχαν αποδοθεί ποτέ στο παρελθόν τόσο εκτενώς  και με αποκρουστική σε κάποια σημεία ωμότητα, που έφτανε σε όρια σπλάτερ και θύμιζε ταινίες του Ταραντίνο. Η σκηνή του ξυλοδαρμού του Ιησού από τους Ρωμαίους στρατιώτες σόκαρε το κοινό και η παρακολούθηση της απαιτούσε γερά νεύρα. Το τελικό αποτέλεσμα έλαβε ποικίλες κριτικές -από αποδοκιμασίες έως διθυράμβους. Το σίγουρο είναι ότι η ταινία ήταν πρωτοποριακή.

Κατά την γνώμη μου, δύο άξονες καθιστούν εντυπωσιακό το εγχείρημα του σκηνοθέτη.
Πρωτίστως,  το γεγονός πως οι ηθοποιοί μιλούσαν τις νεκρές γλώσσες της εποχής και κατέστησαν, έτσι, άκρως ρεαλιστική την όλη κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Οι Ρωμαίοι κατακτητές μιλούσαν Λατινικά και οι υποδουλωμένοι Ισραηλίτες την αρχαία Εβραϊκή διάλεκτο, τα Αραμαϊκά. Δευτερευόντως,  η επιβλητική ερμηνεία της Rosalinda Celentano στο ρόλου του Σατανά με τη καθηλωτική και απόκοσμη ερμαφρόδιτη μορφή του- όπως παρουσιάστηκε στο έργο.

Εν ολίγοις, ο Γκίμπσον ενδεχομένως υπερέβαλλε με τις βίαιες σκηνές, αλλά σίγουρα ανέβασε τον πήχη των εν λόγω ταινιών.



Ο τελευταίος πειρασμός (1988)


Τελευταία ταινία του αφιερώματος μας είναι η πλέον αμφιλεγόμενη μεταφορά της ζωής του Χριστού στη μεγάλη οθόνη. Ο Μάρτιν Σκορσέζε, πασίγνωστος από τις σπουδαίες γκανγκστερικές ταινίες του, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το εν λόγω φιλμ που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη.

Πρωταγωνιστής ο Γουίλιαμ Ντεφόε στην παραγωγή μιας ιστορίας που, όπως τονίζεται στην αρχή της, δε βασίζεται στα Ευαγγέλια και στις Γραφές, και προσπαθεί να παρουσιάσει, με ιδιαίτερο τρόπο κυρίως, την ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού. Αν τελικά το κατόρθωσε και με πόση επιτυχία είναι στη κρίση του καθενός. Σίγουρα, αυτό το κόνσεπτ δεν είχε προηγούμενο -πιθανότατα ούτε επόμενο-  και προκάλεσε πάρα πολλές αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο όπου προβλήθηκε, καθώς και βίαια επεισόδια σε πολλές κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας.




Ένας Ιησούς καθόλου συνηθισμένος, άτολμος, δειλός σε πολλές περιπτώσεις, συγκαταβατικός, που με τις παροτρύνσεις του Ιούδα, αρχικά, άλλαξε ρότα και τρόπο σκέψης.

Αποκορύφωμα  του αιρετικού τρόπου προσέγγισης είναι η σκηνή όπου ο Ιησούς κατεβαίνει από τον σταυρό και βιώνει τον πειρασμό να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να αποφύγει τα μαρτύρια.

Η ταινία σηκώνει αναμφισβήτητα πολύ κριτική και δε ανήκει σε καμία περίπτωση στις συνηθισμένες ταινίες που έχουν γίνει διαχρονικά για την ζωή του Χριστού.


Καλή Ανάσταση με υγεία για όλο τον κόσμο και καλή δύναμη στην δύσκολη περίοδο που διανύουμε!





Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...




Σήμερα κρεμάται επί ξύλου η αθωότητα. 
Σήμερα καρφώνουν τις παλάμες της αγάπης και χύνουν το αίμα της. 
Σήμερα περιφρονούν και σκοτώνουν τη δικαιοσύνη. 
Σήμερα, θρηνούμε για την καλοσύνη που σταυρώνεται και για την ανθρωπιά μας που ταπεινώνεται κάθε φορά που ένας από μας φέρεται σαν κτήνος.



"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Σήμερα βρίσκεται κρεμασμένος με καρφιά πάνω στο ξύλο του σταυρού Αυτός, που κρέμασε μέσα στα νερά των ωκεανών τη γη.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς.
Στεφάνι από αγκάθια τοποθετείται περιφρονητικά πάνω στο κεφάλι Αυτού, που είναι ο πραγματικός Βασιλιάς των αγγέλων.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ντύνουν με ψεύτικη πορφύρα Αυτόν που σκεπάζει και κλείνει με τα σύννεφα τον ουρανό.
Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Καταδέχθηκε να υποφέρει ράπισμα από τον άνθρωπο Αυτός που με το βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ελευθέρωσε τον Άνθρωπο.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Απλώθηκε πάνω στο σταυρό με τα καρφιά, ώστε να είναι ακίνητος, ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός της Παρθένου.
Κεντήθηκε στην πλευρά ο Υιός της Παρθένου."

Καλή Ανάσταση σε όλους μας



Ακάνθινος Στέφανος




Ο Ακάνθινος Στέφανος , που τοποθετήθηκε στην κεφαλή του Ιησού πριν από τη Σταύρωση, κατασκευάστηκε σύμφωνα με σύγχρονες μελέτες, από τον αγκαθωτό θάμνο «Ziziphusspina-christi», που κατάγεται από την Κίνα και ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των ραμνιδών, (η γνωστή στην πατρίδα μας Ζιζιφιά ή Τζιτζιφιά). Στη μελέτη αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι ο εν λόγω θάμνος φύεται και καλλιεργείται ευρέως στο Ισραήλ και γενικότερα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Παλαιότερος θρύλος αναφέρεται στο φυτό Παλίουρο, το κοινώς γνωστόν ως το «αγκάθι του Χριστού», «αγκάθι γιρλάντα», «αγκάθι της Ιερουσαλήμ» ή «στέμμα από αγκάθια».  Είναι ένας πολύκλαδος, αγκαθωτός, με φλοιό σταχτωπό, με ισχυρό ριζικό σύστημα, εντονότατη παραβλαστικότητα, σκληρό και βαρύ ξύλο, φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντ ρο, οι βλαστοί του οποίου σχηματίζουν αλλεπάλληλες γωνίες αντίθετης φοράς, με ένα φύλλο και δύο παράφυλλα μισχοφυή αγκάθια (ένα ευθύ, ένα κυρτό) έξω από κάθε κόμβο. Τα φύλλα είναι ωοειδή, δίσσειρα, μήκους 1–4 εκατοστά, ευρεία, στιλπνά πράσινα, με οδοντωτή περίμετρο.
Ο πίνακας με τίτλο Ακάνθινος Στέφανος, (ελαιογραφία διαστάσεων 303Χ180 εκατοστά), δημιουργήθηκε από τον αναγεννησιακό Ιταλό ζωγράφο Τιτσιάνο, από το 1542 έως το 1543.Είναι Άλλωστε τα Άγια Πάθη του Ιησού ενέπνευσαν κατά καιρούς πολλούς καλλιτέχνες , κυρίως όμως ζωγράφους , να τα απεικονίσουν. Ο πίνακας στεγάζεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι της Γαλλίας. (Μεταφέρθηκε στη Γαλλία μετά την κατάκτηση της πόλης από το Ναπολέοντα το 1797.
Ζωγραφισμένο για την εκκλησία της Santa Mariadelle Grazie στο Μιλάνο, ο χώρος συμπιέζεται στη σκηνή τοποθετώντας τις φιγούρες σε ένα ρηχό επίπεδο που οριοθετείται από τον τοίχο ενός κτηρίου. Υπάρχουν ρητές αναφορές στην αρχαιότητα: η φιγούρα του Χριστού προέρχεται από το περίφημο Λάοκον, ένα παλιό άγαλμα που ανακαλύφθηκε στη Ρώμη το 1506, ένα αρχέτυπο παραδειγματικό doloris ("παράδειγμα πόνου"). Ένα άλλο διάσημο γλυπτό, το Belvedere Torso, παρέχει το μοντέλο για το πάνω μέρος του βασανιστή στα αριστερά. Με την συμπερίληψη της προτομής του Τιβερίου Καίσαρα, μιας άμεσης αναφοράς στις ρωμαϊκές αρχές που καταδίκασαν τον Χριστό, ο Τιτσιάνο αποτίει επίσης φόρο τιμής στο κλασικό παρελθόν.
Πρόκειται για μια σκληρή σκηνή, στην οποία οι βασανιστές του Χριστού στρίβουν το στέμμα στο κεφάλι του με τα καλάμια τους, αλλά η βία ανακουφίζεται και τα βάσανα του Χριστού αναβαθμίζονται από την ομορφιά των χρωμάτων, ειδικά το μπλε και το πράσινο. Ωστόσο, στο πόδι του Χριστού που εκτείνεται στα σκαλιά, μπορεί κανείς να αισθανθεί το αίμα που ρέει μέσα από τις φλέβες κάτω από τη σάρκα. Το μοτίβο των καλάμων τεμαχίζει τις μαζικές φιγούρες, όπως τις πινελιές ενός μαχαιριού, σχηματίζοντας ένα Τριαδικό τρίγωνο στα δεξιά του κεφαλιού του Χριστού. Ένα απαράμιλλο άγγιγμα είναι το ζαχαροκάλαμο που βρίσκεται αχρησιμοποίητο στο πρώτο βήμα, ακόμα, χωρίς σκιά και θανατηφόρο, σαν ένα φίδι. 

πηγές: Βικιπαίδεια Ελλάδας, Βικιπαίδεια Αγγλίας

Για την ομάδα Pearls n'Roses

Μαρία Λάμπρου

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

MOS MË PËRGJO KUR JAM NË GJUMË-Thani Naqo


Mos më përgjo kur jam në gjumë,
Fryma ime i mban iso pyllit.
Por ti mërzitesh e kur një rrudhë,
Më gdhend kryqe mes ballit e gjer në cep të syrit.
Mos përgjo rrjedhën e lumit të fshehtë,
Dallgët e shpirtit pse m'i trazon?
Dashuritë nuk plaken në shtratin e vjetër,
Dashnorët s' frikohen kur shkrepëtin e gjëmon!...
Mos më prek me gishtat e trembur,
S’ është kjo nata e ëndrrës së keqe.
Thonjtë rriten e flokët mbeten pa krehur,
Edhe atje,ku s’të përkëdhel kush e flet me veten.
Në gjumë të trazuar mos dëgjo ç’them,
Tempulli i dashurisë mban portën hapur.
Më mbaj për dore që unë mos bredh,
As me ndonjërën që sa ti më ka dashur.
Thani Naqo
2009

BIOGRAFI


Thani Naqo ka lindur në vitin 1953, në Ziçisht të rrethit Korçë. Diplomuar ekonomist i lartë, ka mbaruar kursin pasuniversitar në Institutin e lartë të Arteve Tiranë në degën e skenarit kinematografik. Jeton në Florida të SHBA-së që nga viti 1997.


Popular Posts