Γέμισε το ποτήρι της με κόκκινο κρασί
και πλησίασε το πληκτρολόγιο.
Ήταν μια συνήθεια που χρόνια ολόκληρα
είχε αποκτήσει και δεν επιθυμούσε να την αλλάξει με τίποτα. Ήταν μια συνήθεια
που γέμιζε την ψυχή της με μια ψευδαίσθηση πως κάποιος δικός της βρισκόταν εκεί
και μιλούσε μαζί του.
Βέβαια, δεν είχε πάντα την ίδια διάθεση
να παρηγορηθεί με ψέματα.
Και σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, ήταν μια
από τις θλιβερές της μέρες που ένιωθε πως η ψυχή βάραινε μέσα της με ασήκωτο βάρος.
Έτσι ένιωθε σε κάθε μεγάλη γιορτή. Με τη
διαφορά πως τα Χριστούγεννα είχαν μια πινελιά σπιτίσιας παρουσίας, με όλες
εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες, ξέρεις… Τον στολισμό, τη φλόγα στη σόμπα που
δημιουργούσε μια θαλπωρή, το κλείσιμο μέσα στη ζέστη, την τηλεόραση με τα
παιδικά που έδειχναν οικογένειες, στολισμένα σπίτια, γιορτές γύρω από το
τραπέζι. Τα έβλεπε κατά κόρον για να νομίζει πως γευόταν κι εκείνη κάποια
ψιχουλάκια αγάπης έστω κάτω από τα τραπέζια τους ή έξω στις χιονισμένες αυλές. Και
μετά, ήταν και όλα εκείνα τα παραμύθια που τελείωναν με την πραγματοποίηση των
ωραιότερων ονείρων του πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας.
Μια πίκρα την άφηναν μέσα της όλα αυτά
πάντα, μα είχε μάθει να παραμυθιάζει τον εαυτό της να χαίρεται με τα ψέματα της
ταινίας και όχι με την ερημιά του δικού της κόσμου.
Όμως,… όμως…
Το Πάσχα ερχόταν πάντα θλιβερό και
κουβάλαγε μαζί του μια απαρηγόρητη εικόνα.
Όλη η Μ. Βδομάδα ήταν αλλιώς. Όταν ήταν
παιδί τη ζούσε με όλη της τη δύναμη. Έτρεχε στις ακολουθίες, κράταγε τα
κεράκια, έψελνε σιγά με τους ψάλτες εκείνα τα όμορφα λόγια, δάκρυζε στο Πάθος,
στόλιζε τον Επιτάφιο και στολιζόταν με χαρά για την Ανάσταση. Έλαμπε ολόκληρη
και δάκρυζε από συγκίνηση με το πρώτο "Χριστός Ανέστη" που ακουγόταν στον αέρα
μετά από τόση θλίψη και πένθος.
Χαιρόταν και για άλλα πράγματα όταν ήταν
παιδί. Έρχονταν πάντα οι συγγενείς από την Αθήνα, να περάσουν το Πάσχα στην
παραλιακή τους πόλη και γέμιζε το σπίτι τους φωνές, γέλια, αστεία και κίνηση.
Και μετά ένα σωρό ευχές και ένα πανηγύρι γύρω από το αρνί που ψηνόταν στην αυλή
τους. Άνοιξη γλυκιά μοσχομύριζε και τα όνειρά της αναπτερώνονταν για ένα όμορφο
μέλλον… Μακριά, εκεί που όλοι θα χαίρονταν πράγματι με την παρουσία της και
εκεί που τα λουλούδια θα άνθιζαν ελεύθερα χωρίς να τα πατάνε στο τέλος της μέρας.
Γιατί, όταν έφευγαν όλοι εκείνοι οι
συγγενείς που χαμογελούσαν και εύχονταν ψεύτικα και μετά μετρούσαν συμφέροντα
και χρήματα… Μετά, όταν αποχωρούσαν και οι γείτονες που πάντα ζήλευαν τα πλούτη
τους αλλά «για το καλό της μέρας» έρχονταν να πάρουν και αυτοί το μεζεδάκι
τους… η καρδιά της άνοιγε πάλι στη θλίψη.
Αυτό ήταν πάντα το Πάσχα της. Ένα
αλισβερίσι και ένα νταραβέρι ψεύτικων ανθρώπων που κανείς δε χώνευε κανέναν.
Και προπαντός δε χώνευαν εκείνη, τη μοναδική κληρονόμο μιας περιουσίας πολύ
μεγάλης σε μια ξένη, ψεύτικη οικογένεια. Το ήξερε, όχι μόνο από το ένστικτό της
που το φίμωνε κάτι τέτοιες μέρες για να περάσει κάπως καλά. Το γνώριζε και από
συζητήσεις που γίνονταν μπροστά στα μούτρα της του ενός σογιού για το άλλο.
Έτσι, είχε μάθει τα πάντα από την απληστία και την ανοησία τους, που την
περνούσαν χαζούλα γιατί πίστευε στην αγάπη, και της άνοιγαν μπροστά της όλα τα
χαρτιά του αντίπαλου με τα σχέδια τα σκοτεινά εναντίον της.
Έκανε πάντα τη χαζή. Δεν έδινε σε
κανέναν ελπίδες, δεν τους έλεγε τι ήθελε να κάνει. Ήξερε πως το μόνο που ήθελαν
ήταν να τη χρησιμοποιήσουν εναντίον των άλλων και μετά… να την κατακλέψουν με
τον τρόπο τους. Δεν έλεγε τίποτα γιατί κάποια φορά που το έκανε σε πολύ δικούς
της ανθρώπους, προδόθηκε οικτρά. Και αυτό της στοίχισε μια αιχμαλωσία χρόνων σε
ένα βίαιο και άσπλαχνο περιβάλλον, που άλλη εικόνα έδειχνε στην κοινωνία
(εκείνη του ηθικού, φιλάνθρωπου και ευσεβέστατου χριστιανού) και άλλη ήταν στην
πραγματικότητα.
Κανείς δεν την πίστεψε ποτέ. Κανείς δεν
τη βοήθησε. Μερικοί ίσως το θέλησαν, μα δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων. Μόνη
της βοήθησε τον εαυτό της.
Πέρασε μέσα από πολλές τρικυμίες και
ανήλιαγες ώρες για να μπορέσει κάποτε να βρει κάποιου είδους ελευθερία. Για
χρόνια πολλά αυτή η ελευθερία ήταν υπό όρους. Κόστιζε πολλά. Και πάντα κόστιζε
ένα θλιβερό και πένθιμο "Χριστός Ανέστη" σε ένα σπίτι που τη μισούσε και την
άφηναν με πολλούς τρόπους να επιστρέφει τα βράδια μόνη, να τρώει μόνη της σε
γιορτινά μεσημεριανά τραπέζια, να λέει τις ευχές της μόνη της… Και ναι, η
ελευθερία τής κόστισε τα πάντα. Όσο εκείνη είχε ελπίδα να νικήσει η αγάπη μέσα
τους, οι άλλοι έκαναν πράξη την καταστροφή της. Η ελευθερία της πληρώθηκε με
μεγάλη προδοσία, με πολύ περισσότερα αργύρια από του Ιούδα.
Και πάντα ο Ιούδας εδώ ήταν οι πολύ
δικοί της άνθρωποι.
Μετά πολλά χρόνια όλα αυτά έληξαν με το
πεπρωμένο που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει.
Ήταν ελεύθερη πια. Χωρίς τίποτα από όσα
της στέρησαν και χωρίς τίποτα από όσα της έταζαν και δόθηκαν αλλού. Ελεύθερη.
Χωρίς τίποτα.
Ελεύθερη, με μόνα τα όνειρά της… Τίποτα
άλλο.
Είχε κάνει και τους δικούς της κύκλους
τώρα.( Έτσι νόμισε, δυστυχώς.) Ανάμεσα σε ανθρώπους «άγιους», που χαμογελούσαν
δεξιά και αριστερά και μιλούσαν ατέλειωτα για την αγάπη. Έταζαν αγάπη και τους
πίστεψε. Περίμενε να βρεθεί σε ένα περιβάλλον ουράνιο με υπάρξεις μοναδικές.
Χα! Έμαθε με τον πιο σκληρό τρόπο πως στη γη περπατάνε μόνο άνθρωποι (με μικρό
άλφα). Και έμαθε επίσης πως εκείνοι που όλο λένε και λένε και φαίνονται παντού και
διαφημίζονται με πείσμα, τελικά… είναι οι πιο ψεύτες της γης.
Έζησε πολλές Πασχαλιές μαζί τους. Και
πικράθηκε όσο ποτέ. Κάποια φορά την άφησαν μέσα στη νύχτα ή μάλλον ξημερώματα,
έξω από κάποιο ενοριακό κέντρο… μόνη της. Ήταν ξένη εκεί και το ήξεραν. Μόνη και έρημη
και χαροκαμένη και το ήξεραν. Όμως, σαν τέλειωσε η εκκλησιά και έφυγαν όλοι (και ενώ πριν τους
είχε εξυπηρετήσει με κόπο σε πολλά), εκείνοι οι «καλοί χριστιανοί», κάλεσαν τους
γνωστούς τους ονομαστικά μέσα στο κτίριο, να φάνε το ξημέρωμα του Πάσχα, και εκείνη την
άφησαν έξω μόνη της. Μάλιστα, αφού της έριξε μια ματιά αδιάφορη ο υπεύθυνος του κέντρου και
δεν την κάλεσε να περάσει έστω για λίγο, έδωσε στον νεωκόρο την εντολή να
κλείσει και την πόρτα. Στα μούτρα της της έκλεισαν την πόρτα.
Έφυγε μόνη, πήγε στο σπιτάκι που της
είχαν εκεί κοντά και είπε μόνη της τις ευχές της, τσούγκρισε μόνη της, απάντησε
μόνη της, έκλαψε μόνη της. Και το κατάπιε…
Κάποια άλλη φορά, θυμάται, κάποιος άλλος «άγιος»
είχε στρώσει πασχαλινό τραπέζι για πολλούς. Για τη φήμη; Για να περάσει μια εικόνα καλή για
τον εαυτό του; Είχε ξένους από αλλού εκείνη τη μέρα. Ποιος ξέρει;
Με το ζόρι, επειδή ειπώθηκε μπροστά της, και επειδή είχε καλέσει πολλούς και διάφορους άλλους, της έκανε την πρόταση μέσα απ’ τα δόντια, τελευταία στιγμή, να πάει και αυτή στο τραπέζι του. Δεν ήθελε. Ποτέ της δεν ήθελε να είναι ένα μπάλωμα στα σχέδια
των άλλων. Να την αγαπούν ήθελε. Όπως αγαπούσε εκείνη.
Ήθελε να φύγει για το σπιτάκι της, αλλά
την παρέσυραν φιλικά πρόσωπα και για να μην εκθέσει τον «άγιο» στους ξένους,
έκανε την καρδιά της πέτρα και πήγε. Ε, ναι, ήταν ένα μπάλωμα. Και το ένιωσε με
τον πιο απάνθρωπο και ανάλγητο τρόπο.
Ήταν μεσημέρι του Πάσχα. Γεύμα του
Πάσχα. Και…
Ήταν η μόνη που δεν είχε πιάτο μπροστά
της. Δεν την είχαν υπολογίσει. Αλλά ούτε τώρα που πήγε, σκέφτηκε κανείς να
αναπληρώσει το κενό. Δεν της έδωσαν καθόλου σημασία. Τι κι αν την κάλεσαν; Δεν την είχαν υπολογίσει ανάμεσά τους και της το έδειχναν με κάθε τρόπο.
Και πάλι για να μην αγανακτήσουν οι
φίλοι και να μην καταλάβουν όσοι είχαν παρευρεθεί εκεί, για τη διαφήμιση του
«αγίου, καλού χριστιανού» στους ξένους επισκέπτες, πήρε ένα μικρό πιάτο του φρούτου μόνη της,
έβαλε κάποια μικρά πραγματάκια και έκανε πως έφαγε. Έτσι, για να μη δώσει λαβή
για περαιτέρω συζήτηση…
Κατάπιε μερικές μπουκιές. Τσούγκρισε
μαζί τους. Είπε ευχές. Χαμογέλασε σε όλους. Έφυγε με αξιοπρέπεια χωρίς να δώσει
σε κανέναν δικαιώματα για τίποτα.
Όμως εκείνη την πίκρα δε θα την ξεχνούσε
ποτέ. Πήγε σπίτι της και έκλαψε τόσο, όσο ποτέ στη ζωή της. Όσο ποτέ!... Ήταν
Πάσχα!
Από τότε… Από τότε μίσησε το Πάσχα.
Τόσο που το αγαπούσε από παιδί, επειδή
περίμενε με ελπίδα να αναστηθεί η ζωή της, να αναστηθούν τα όνειρά της, να
αναστηθεί η αγάπη στον κόσμο, τόσο πολύ και ακόμα περισσότερο το μίσησε το Πάσχα.
Από τότε μισεί το Πάσχα!
Από τότε μισεί το Πάσχα!
Εντάξει, δεν ήταν αχάριστη. Όφειλε σε
κάποιους φίλους κανα δυο Χριστούγεννα και δυο τρεις Πασχαλιές, που την είχαν
καλέσει να περάσει μαζί τους. Άνθρωποι που δε θα τους έλεγες «αυτοί που τρέχουν
στις εκκλησιές». Άνθρωποι ζεστοί, απλοί, φίλοι αληθινοί. Κοντά τους ένιωσε
απλά, οικογενειακά, ευχάριστα. Αλλά… αλλά…
Τι να σου κάνει η ξένη χαρά στην καρδιά
σου, όταν σου έχουν γκρεμίσει όλη σου τη ζωή και τα όνειρα, αυτοί που είχες για
εντελώς δικούς σου;
Και όταν σου έχουν σκοτώσει το Πάσχα σου;
Και όταν σου έχουν σκοτώσει το Πάσχα σου;
………………………………………………………………………
Πήρε το ποτήρι το κρασί και αφού ήπιε
μια γουλιά, πήγε και στάθηκε κοντά στο παράθυρο να βλέπει έξω. Χαμογέλασε
πικρά.
Τούτη η χρονιά ήταν θλιβερή είπαν. Ο
κόσμος αναστατώθηκε γύρω της. Δε θα πάμε εκκλησιά. Δε θα ακουστούν καμπάνες. Δε
θα μπορέσουμε να ζήσουμε όλοι μαζί με τους δικούς μας που αγαπάμε, να ζήσουμε
οικογενειακά τη χαρά μας. Να ψήσουμε και να γλεντήσουμε με το σόι μας. Να
γελάσουμε με όλη τη γειτονιά. Να… να…
Τελικά, η καμπάνα ακούστηκε. Το "Χριστός
Ανέστη" ακούστηκε, έστω για λίγο. Άνθρωποι έψελναν σε βεράντες, άλλοι συνέχισαν
την προσευχή από τα σπίτια τους. Κι αυτή το ίδιο. Και μετά…
Ήπιε μια γερή ρουφηξιά.
Μετά, ξανά 'πε μόνη της τις ευχές,
απάντησε μόνη της στον εαυτό της, και όπως πάντα έφαγε μόνη της στο Πασχαλινό
της τραπέζι.
Τώρα είχε απομείνει με το κρασάκι στο
χέρι να παρακολουθεί από το παράθυρο την άνοιξη που περπατούσε έξω ακάθεκτη.
Ήλιος. Όλα χαρούμενα. Δίπλα της κάποιοι είχαν στήσει την ψησταριά τους. Πιο
πέρα, ακούγονταν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι οι ευχές. Πιο κει ακούγονταν
χαρούμενες φωνές παιδιών.
Δεν την πήρε κανείς τηλέφωνο. Πήρε η
ίδια όπως πάντα κάποιους. Α, όχι, την είχε πάρει ένα κοριτσάκι και της είχε
ευχηθεί… Ναι, το θυμάται.
Εντάξει, δεν είχε και απαιτήσεις. Οι
άλλοι είχαν υποχρεώσεις, είχαν αν σκεφτούν τους δικούς τους.
Μπήκε στο fb. Έδωσε και πήρε ευχές.
Οι πιο πολλές, όμως, που στέλνονταν
ομαδικά είχαν κάτι προτάσεις που την έσφαζαν πάλι και πάλι «Να είστε καλά με τα
αγαπημένα σας πρόσωπα.», «Εύχομαι χρόνια πολλά σε σένα και την οικογένειά σου»,
κάτι τέτοια… Σκέφτηκε πόσους άλλους θα έσφαζαν στην ψυχή αυτά τα απαράδεκτα
ομαδικά σποτάκια.
Διάβασε
και τα ατέλειωτα παράπονα πολλών που δεν είχαν γιορτάσει με όλους τους δικούς
τους το Πάσχα και τους έλειπαν και έλεγαν και έλεγαν… Ένα σωρό παράπονα που δεν
τους είδαν από κοντά, που δεν τους αγκάλιασαν από κοντά, λες και είχε έρθει η
συντέλεια του κόσμου.
Κοίταξε πικραμένη μια φωτογραφία με
όσους αγαπούσε και θα ήθελε να τους είχε ζήσει έστω για ένα Πάσχα, μα είχαν
φύγει για τον ουρανό προτού τους γνωρίσει. Ήταν οι δικοί της που ποτέ δεν ήταν
δικοί της.
Η ίδια είχε καταδικαστεί από παιδί να
ζει μέσα στη ψυχρότητα, την αδιαφορία
και το μίσος. Οι άλλοι, αυτοί που αγαπούσε και θα την αγαπούσαν, ήταν απλά… μια
φωτογραφία.
Σήκωσε το ποτήρι της και τους ευχήθηκε
χαμογελώντας πικρά. Έκλεισε το fb.
Όλη εκείνη η γκρίνια την είχε κουράσει.
Μέσα της η πίκρα μεγάλωσε. Συνήθως δεν
έπινε πάνω από μισό ποτήρι κρασί. Δεν της άρεσε και πολύ το κρασί.
Αλλά, εκείνη τη μέρα, ένιωσε να θέλει να
ζαλιστεί και να ξεφύγει. Να μη σκέφτεται. Πήγε και γέμισε πάλι το ποτήρι της
και το σήκωσε ψηλά.
«Γεια μας!» είπε στο κομπιούτερ της και
ήπιε μια γουλιά.
Ήθελε να πει στον κόσμο που όλο
γκρίνιαζε, πως η ζωή δε σταματά από τις αποστάσεις. Πως η αγάπη υπάρχει και
πέρα από τη χιλιομετρική απαγόρευση. Πως όσο είχαν τους δικούς τους καλά και
ζωντανούς και με την ελπίδα να τους δουν λίγο αργότερα, δεν έπρεπε να φέρνουν
την καταστροφή. Ήταν μεγάλο πράγμα που τους είχαν, έστω και μακριά.
Την πείραζε η γκρίνια για αυτά που
γίνονται. Για αυτά που είχαν. Για αυτά που απολάμβαναν έστω από μακριά. Για το
παραμικρό.
Ήθελε να φωνάξει άγρια σε όλους αυτούς
πως υπήρχαν και εκείνοι που δεν έζησαν ποτέ τους δικούς τους. Που τους βάραινε
το πένθος σε μέρες χαρούμενες. Που δεν έζησαν ποτέ την αληθινή αγάπη. Που δε
γιόρτασαν ποτέ καμιά γιορτή. Που δεν περιμένουν ποτέ να γιορτάσουν ούτε
αργότερα. Ούτε άλλη φορά. Ούτε χωρίς αποστάσεις…
Πως υπήρχαν και άλλοι, μέρες γιορτινές
που ζούσαν τη βία στα σπίτια τους, που ζούσαν χωρίς ελπίδα… που…
Σιγά. Ο κόσμος, χαμένος στον εγωισμό
του, δε θα καταλάβαινε. Αυτοί οι λίγοι, που σκέπτονταν και τους πιο πέρα, είχαν
και πάλι ενεργήσει για όσους ήξεραν να μη μείνουν μόνοι ή αβοήθητοι.
Θυμήθηκε σαν μικρή παρηγοριά στην πίκρα της το κουδούνι που είχε χτυπήσει
πριν ώρα και στο δικό της σπίτι. Το πιατάκι της αγάπης που της δόθηκε. Δεν ήταν
που δεν είχε φαγητό. Δεν ήταν από τους φτωχούς. Εκείνο το πιάτο για αυτή ήταν η
έμπρακτη βεβαίωση ότι κάποιοι τη θυμούνταν και ήθελαν να την ευχηθούν από
καρδιάς. Μαζί με το πιάτο, μετέφερε στην καρδιά της και τα χαμόγελα της αγάπης
τους.
Ούτε γκρίνια. Ούτε τίποτα. Μια ευχή στην
πόρτα της.
Ναι, δεν την είχαν ξεχάσει όλοι...
Ναι, δεν την είχαν ξεχάσει όλοι...
Πόσο κόστιζε στον κόσμο, άραγε, αντί για την ατομιστική του αντίληψη για τις γιορτές, μια υπενθύμιση
αγάπης σε όσους ήταν τελείως έρημοι και θλιμμένοι; Πόσο;
Δεν μπορεί κανείς να σου αλλάξει τη ζωή.
Δεν μπορεί να σου πάρει τη θλίψη. Μπορεί όμως να ανακουφίσει την ψυχή έστω
λίγο. Να της δώσει μια μικρή αχτίνα χαράς, για να συνεχίσει να σηκώνει τον
σταυρό της πιο ανάλαφρα. Αυτό… το λίγο, κόστιζε όσο ο ουρανός.
Μετά και το μισό δεύτερο ποτηράκι
ημίγλυκο ένιωσε να βαραίνουν τα βλέφαρα απότομα. Ήθελε να κοιμηθεί.
Μαζεύτηκε ανακουφισμένη στην πολυθρόνα
της, εκεί που ξεκουραζόταν όταν ήθελε να χαλαρώσει και αισθάνθηκε όμορφα.
Τι καλά. Θα κοιμόταν. Και όταν ξυπνούσε…
το μεσημέρι του Πάσχα θα είχε περάσει… Όταν ξυπνούσε, δε θα είχε πια τη σκέψη
της στη γιορτή.
Έβαλε παιδικά στην τηλεόραση και έκλεισε
τα μάτια.
Δεν ήθελε ούτε να ονειρευτεί!
Ήθελε μόνο να περάσει αυτή η μέρα του
Πάσχα!
Copyright © Πόλυ Μίλτου
Συγγραφέας
Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου