μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Η ΜΠΟΡΑ - της Σοφίας Κορωνίδου







Οι γλάστρες με τα φουξ, γαλάζια και λευκά ανθάκια στέκονταν στην άκρη του κήπου, παρατεταγμένες στη σειρά σαν πειθαρχημένοι στρατιώτες.  Τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό όλο και πύκνωναν και κάπου μακριά έπεσε ένας κεραυνός. Η μπόρα πλησίαζε απτόητη και απειλητική σαν θυμωμένη γυναίκα. 

«Στο είπα, αδερφή» έκανε ανυπόμονα ο φύλακας «αυτή είναι η εποχή των βροχών.  Άργησε κιόλας.  Αυτό τον καιρό εδώ, έτσι και ξεκινήσει να βρέχει, ξεχνάει να σταματήσει.  Δεν υπάρχει περίπτωση να φυτέψεις τώρα τα λουλούδια σου.  Πρέπει να περιμένεις.»

Η μοναχή κούνησε το κεφάλι της σκεπτική.  Σε λίγες μέρες θα κατέφταναν τα πρώτα ορφανά, ήθελε πάση θυσία να έχει έτοιμο τον κήπο της. Να βρουν λίγη ομορφιά σαν φτάσουν, λίγη παρηγοριά.  Έριξε μια παρατεταμένη ματιά στο ζοφερό ουράνιο στερέωμα και κατόπιν σήκωσε αποφασιστικά το ράσο της και πάτησε το χώμα του κήπου.

«Μα τι κάνεις, αδερφή;» την επέπληξε ο φύλακας «Σε λίγο θα ρίξει κατακλυσμό! Όχι λουλούδια δε θα φυτέψεις, θα γίνεις μουσκίδι! Θα αρπάξεις καμιά πούντα!»

Δεν ήταν τόσο το ενδιαφέρον του για την καλή υγεία της μοναχής.  Μα, να, ήταν άντρας και έπρεπε να αποδειχτεί πώς έχει δίκιο.  Ειδάλλως, θα ανατρεπόταν η ισορροπία του σύμπαντος. 

Η αδερφή Ισιδώρα δεν έδινε πια σημασία σ’ αυτά.  Ο μόνος άντρας που υπολόγιζε ήταν ο Ιησούς, κι αυτός ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να της επιβάλλει τη γνώμη Του.

Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό, ένωσε τις σκληρές και γεμάτες κάλους από τις δουλειές της μονής- μα ωστόσο τόσο απίστευτα απαλές όποτε χάιδευε τα μαλλιά ενός φοβισμένου παιδιού- παλάμες της και αποφάσισε να πει το παράπονο της στην προστάτιδα της σκήτης της, τη βασίλισσα των αγγέλων.

«Μητέρα, βοήθησε να φυτέψω λίγα λουλούδια για τα παιδιά.» μουρμούρισε και μετά χωρίς δισταγμό κατευθύνθηκε προς τα γλαστράκια της που περίμεναν χαρούμενα για να ενωθούν ξανά με τη δική τους μητέρα.

Ο φύλακας την παρακολουθούσε κρύβοντας την αγανάκτηση του για την ξεροκεφαλιά της κάτω από ένα ειρωνικό μειδίαμα.  Καλόγρια ξε-καλόγρια, θα το φχαριστιόταν μόλις την έβλεπε να τρώει τη βροχή κατακέφαλα.  Θα παραδεχόταν σίγουρα το λάθος της κι αυτός θα τη συγχωρούσε ταπεινά.  Σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος και περίμενε τη δικαίωση του.

Η γυναίκα έπιασε δουλειά και γονατισμένη στο μαλακό χώμα, άνοιγε με το φτυάρι της τρύπες και έχωνε με άξια και γρήγορα χέρια εύθραυστες ριζούλες μέσα στη γη. Τα λεπτά περνούσαν χωρίς καμία σταγόνα να πέφτει από τα μαύρα σύννεφα, που στέκονταν πια ακίνητα σαν σκούρες πινελιές στο θεόρατο πίνακα του ουρανού.  Ήταν λες και η πλάση κρατούσε την αναπνοή της και περίμενε.  Σε λίγο το φως γύρω τους άλλαξε και ο φύλακας κοίταξε ψηλά με απορία. 

Ούτε ένα σύννεφο δεν υπήρχε πια.  Ο ήλιος έλαμπε ολόλαμπρος και αν ο άντρας δεν ήταν τόσο πεισματάρης και περήφανος, θα έβγαζε το πανωφόρι του γιατί είχε αρχίσει ήδη να ζεσταίνεται.

Μετά από κάμποσο, η μοναχή ολοκλήρωσε τη δουλειά της. Το άχαρο και σκονισμένο κομμάτι γης είχε μεταμορφωθεί σε ζωγραφιά του παραδείσου.  Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της ευχαριστημένη.  Τώρα έμενε μόνο να τα ποτίσει.  Η σκέψη αυτή, ομολογουμένως, την προβλημάτισε γιατί τα λουλούδια ήταν κάμποσα, η κούραση της αρκετή και το ποτιστήρι ένα και παλαιολιθικό.  Ο φύλακας διάβασε τη σκέψη της και χαμογέλασε ξανά χαιρέκακα.

«Ωραία τα φύτεψες, αδερφή.  Γεια στα χέρια σου!» την επαίνεσε με γενναιοδωρία «κι από ότι φαίνεται η καλοκαιρία θα κρατήσει.  Καλό κουράγιο με το πότισμα, τώρα!»

Τα  μάτια του κάτω από τα πυκνά φρύδια στένεψαν με κακία.  Για να βοηθήσει στο πότισμα, ούτε κουβέντα.  Αφού αυτή η πεισματάρα ήθελε να φυτέψει σώνει και καλά σήμερα, ας τα έβγαζε πέρα μόνη της.  Η αδερφή Ισιδώρα τον ευχαρίστησε για τα καλά του λόγια με ένα γνέψιμο και αφού σάρωσε τον ανοιχτό χώρο με το βλέμμα για να εντοπίσει το αρχαίο σκουριασμένο ποτιστήρι, κατευθύνθηκε προς τα εκεί. 

Όμως, μόλις πάτησε το πόδι της στο τσιμέντο, που έκαιγε ακόμα από την θερμή επίθεση του ήλιου, ένας δυνατός άνεμος φύσηξε και λίγα δευτερόλεπτα μετά ακολούθησε μια δυνατή βροντή.

Η Ισιδώρα κοίταξε τον σκοτεινιασμένο ουρανό με ένα χαμόγελο βαθιάς ευγνωμοσύνης να ανθίζει στο κουρασμένο της πρόσωπο.  Στη συνέχεια, έτρεξε γρήγορα κάτω από το υπόστεγο για να φυλαχτεί από τη νεροποντή.





1 σχόλιο:

  1. Σοφία μου τι γλυκό διήγημα! Όμορφο και λουλουδιαστό! Ό,τι καλύτερο για σήμερα! Μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Popular Posts