μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Μητέρα - της Σοφίας Κορωνίδου


Άφησα την κόρη μου στον παιδικό σταθμό και την αποχαιρέτησα με ένα σβουριχτό φιλί.  Αποδεσμεύτηκε βιαστικά από την αγκαλιά μου και πήγε να ενωθεί με τα υπόλοιπα πιτσιρίκια.  Η δασκάλα της μου χάρισε μια πλαστή καλημέρα και έκλεισε την πόρτα. 

Κατέβηκα τις σκάλες σκεπτική.  Έξω έπεφταν οι πρώτες σταγόνες του φθινοπώρου.  Η μελωδία από το ρυθμικό παιχνίδι τους με την τσίγκινη στέγη κάλυψε τους ήχους από τα παιχνίδια των νηπίων.  Κοίταξα ασυναίσθητα τα καινούρια αθλητικά μου παπούτσια. Θα γινόντουσαν χάλια, αλλά δε με ένοιαζε. 
Έστριψα τη γωνία και έκανα να διασχίσω απέναντι το δρόμο. Απέφυγα έναν οδηγό που πέρασε με κόκκινο και αντί για συγγνώμη ύψωσε απειλητικά τη γροθιά του που τόλμησα να αναμετρηθώ με τον προφυλακτήρα του. Τον αγνόησα και συνέχισα να περπατώ.

Αγόρασα σταφιδόψωμα από το γειτονικό φούρνο και αφού αντάλλαξα δυο τρεις χαρούμενες κουβέντες με την Αναστασία τη φουρνάρισσα για τον καιρό, την νέα τάση στα νύχια και τον νικητή του σερβάιβορ, βγήκα ξανά στο ψιλόβροχο.   

Ο κόσμος γύρω μου έτρεχε βιαστικός να προλάβει.  Μια περιποιημένη νεαρή γυναίκα σκέπαζε την πολύπλοκη δίχρωμη κόμμωσή της με ένα γυαλιστερό περιοδικό για να προφυλάξει την τελειότητα της από τις στάλες της βροχής. Έριξα ένα βλέμμα οίκτου στο ανορεξικό μοντέλο που πόζαρε με λάγνο ύφος στο εξώφυλλο του. Έριξε ένα βλέμμα απορίας, ανάμεικτης με περιφρόνηση στο σκισμένο τζην μου -πόσο λούμπεν.  Κατόπιν, βάδισε βιαστικά πάνω στα ψηλά τακούνια της, μοιάζοντας με μισομεθυσμένη ελαφίνα.

Κατευθύνθηκα προς τα γραφεία της ΔΕΗ προσπερνώντας κάδους, διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα και τσακισμένες πλάκες πεζοδρομίου και αποφεύγοντας να εμβολιστώ από τους τρεχάτους, με πολυάσχολο και ιδιαιτέρως σοβαρό ύφος, συνανθρώπους μου.  Σχεδόν χωρίς απώλειες πέρασα το κατώφλι και βρέθηκα στο τέλος μιας τεράστιας ανθρωποουράς.  Κοίταξα τα πρόσωπά τους. Όλοι με το ίδιο πανομοιότυπο σκυθρωπό ύφος της παραίτησης.  Έσφιξα το λουρί της τσάντας μου και έκανα δυο βήματα προς το εσωτερικό.  Η μυρωδιά της μούχλας και της γραφειοκρατίας επιτέθηκε στα ρουθούνια μου και ένα μεταλλικό χέρι ζούληξε το στομάχι μου. Κανείς δε μιλούσε με πραγματικές κουβέντες.  Οι συναλλαγές γινόντουσαν με τις όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις.  Κουρασμένα βλέμματα, μηχανικές κινήσεις, θροίσματα χαρτιών. Το χτύπημα του τηλεφώνου κάπου δίπλα μου με έκανε να τιναχτώ.  Ο υπάλληλος απάντησε σε υπηρεσιακό ύφος και ύστερα κατέβασε το ακουστικό. 

Μια γριά τίναξε νευρικά την παλιομοδίτικη βεντάλια της.  Ήταν σκισμένη στην άκρη.  Ένας υπέρβαρος άντρας με τιράντες έβγαζε ήχους αποδοκιμασίας κι ένας νεαρός έφηβος με μια υποψία μουστακιού στο πάνω χείλος πληκτρολογούσε στο κινητό του με τους αντίχειρες χασκογελώντας.  Ένιωσα τον αέρα να λιγοστεύει και ένα βουητό να καλύπτει την ακοή μου. Η καρδιά μου άρχισε να σπαρταράει σαν ετοιμοθάνατο ψάρι και κόμποι ιδρώτα εμφανίστηκαν από το πουθενά στο μέτωπό μου.  Μια ακατανίκητη τάση φυγής με έκανε να οπισθοχωρήσω και να το βάλω στα πόδια.

Έτρεξα λίγα τετράγωνα παρακάτω και ύστερα σταμάτησα λαχανιασμένη με τον ιδρώτα να ποτίζει τη μπλούζα μου.
«Ηρέμησε» είπα στον εαυτό μου «πάει... τέλειωσε...» εισέπνευσα βαθιά την ίδια στιγμή που το αστικό λεωφορείο σαράβαλο ξεκινούσε αμολώντας την καπνιά δεκαετιών στα μούτρα μου.  Μια βλαστήμια ήρθε στο στόμα μου αλλά την λιάνισα με τα δόντια και την κατάπια.  «Ότι εύχεσαι...» υπενθύμισα στον εαυτό μου «γυρίζει πάνω σου...»

Η βροχή δυνάμωσε για λίγο και ξεκίνησε να σφυροκοπάει με χοντρές στάλες πεζοδρόμια, καπώ αυτοκινήτων και τέντες, σαν να ήθελε να ταρακουνήσει την ανθρώπινη συνείδηση και να τη βγάλει από το λαγούμι του ρηχού τίποτα, όμως κανείς δεν της έδωσε σημασία.  Σήκωσα το κεφάλι στον ουρανό και ένευσα με κατανόηση. 

Μου ήρθε η ξαφνική επιθυμία να ανέβω στο βουνό.  Να μείνω μόνη για λίγο.  Ίσως να γράψω.  Πιο πολύ να χαθώ μέσα στον εαυτό μου.  Να πετάξω από πάνω μου τη σκόνη των ανθρώπων.  Κοίταξα τον γκρίζο ουρανό.  Το ψιλόβροχο λιγόστευε, σε λίγο θα έβγαινε πάλι ήλιος, όμως... το έδαφος θα ήταν υγρό.  Πήγα στο σπίτι και πήρα το αυτοκίνητο.  Στη θέση του συνοδηγού έβαλα μια κουβέρτα, ένα βιβλίο και τα σταφιδόψωμα.  Ένιωσα πλήρης και ήδη γευόμουν την γαλήνη του δάσους.
Στο δρόμο συνάντησα λίγους  να ανεβαίνουν.  Οι πιο πολλοί κατηφόριζαν από τα σπίτια τους για να ξεκινήσουν τη μέρα τους στην πόλη.  Τους λυπήθηκε η ψυχή μου.

Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα στο αγαπημένο μου μέρος.  Πάρκαρα λίγο πιο μέσα από το δρόμο.  Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και πήρα μια βαθιά ανάσα, σαν δύτης που ήταν αιώνες κάτω από το νερό και του επέτρεψαν επιτέλους να βγει στην επιφάνεια.

Τα δέντρα έστεκαν τριγύρω σαν πανύψηλοι φρουροί, να με προστατεύουν από περίεργα μάτια και ανεπιθύμητες επισκέψεις.  Τους χαμογέλασα και τα χαιρέτησα σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι.  Κατά κάποιον τρόπο ήταν.

Ο ήλιος λαμπύριζε σαν ψυχρό χρυσάφι  πάνω  από το κεφάλι μου και οι ισχνές φθινοπωρινές αχτίδες του περνούσαν μέσα από τα φύλλα και χάιδευαν το μουσκεμένο χώμα.  Άπλωσα την κουβέρτα και ξάπλωσα.  Η γη μύριζε αναγέννηση.  Την άγγιξα διστακτικά και μάζεψα στη χούφτα μου πευκοβελόνες και λάσπη.

Ένα απαλό αεράκι φύσηξε και λες και έδωσε το σύνθημα, δεκάδες πουλιά, κρυμμένα μέσα στα φυλλώματα ξεκίνησαν να υμνούν τη ζωή και τη φύση.  Μια ανατριχίλα με τύλιξε σύγκορμη και όλο μου το άγχος, η στεναχώρια, η απογοήτευση, η αγανάκτιση μαζί με κάθε παράπονο ένιωσα να με εγκαταλείπουν αφήνοντας με, με μια αλλόκοτη αίσθηση κενής πληρότητας.



«Ευχαριστώ, Μητέρα.» είπα και ένιωσα τη ζωή μέσα της να  βομβίζει και να πάλλεται.

Copyright ⓒ  Σοφία Κορωνίδου - συγγραφέας




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ


Είμαι μέλος της συγγραφικής παρέας «Ώρες Συγγραφής» και διαβάζω μανιωδώς όλα τα είδη της λογοτεχνίας. Το πρώτο μου ρομαντικό-χιουμοριστικό μυθιστόρημα με τίτλο «Έρωτας από την πρώτη... μάχη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός, ενώ από τις εκδόσεις Ανάτυπο κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Οδός Αμαρτίας, αριθμός 12», στην οποία συμμετέχω με το διήγημα μου «Το στοίχημα» που ανήκει στο είδος της λογοτεχνίας Φαντασίας.  
Αρθρογραφώ στον ιστότοπο Silvery Books, συνδιαχειρίζομαι και προτείνω βιβλία στη στήλη "Βιβλία που μας αρέσουν" στον ιστότοπο Pearls n' Roses.
Παράλληλα μεταφράζω λογοτεχνία. Κάποια από τα ποιήματα που έχω μεταφράσει είναι της συγγραφέως και ποιήτριας Πόλυς Μίλτου και θα τα βρείτε στη σελίδα του Spillwords.com

Αν θέλετε να επικοινωνήσετε μαζί μου, θα με συναντήσετε στα εξής ηλεκτρονικά μονοπάτια:
Facebookà Sofia Koronidou
και
στην ομάδα μου στο facebookà ΣοφίαΚορωνίδου-συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Popular Posts