Περπατώ στην παραλία. Βλέπω τη θάλασσα. Φλεβάρης. Ένας μήνας συνυφασμένος με τον έρωτα. Έρωτας… Επί πόσα χρόνια τους έβλεπα όλους να κολυμπούν στη θάλασσά του με ενθουσιασμό, να ρίχνονται στα κύματά του δίχως δεύτερη σκέψη… Να τον αφήνουν να τους παρασέρνει όλο και βαθύτερα, σε σημεία άπατα, με νερά μαύρα και τρομακτικά. Τους έβλεπα άλλοτε να διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Άλλοτε να επιζητούν τον χαμό τους. Ενίοτε να αδιαφορούν για την τύχη τους, να γεύονται απλά τη στιγμή. Να θαλασσοπνίγονται και να επιστρέφουν πίσω στην ακτή καραβοτσακισμένοι, ξέπνοοι, σχεδόν νεκροί. Τους έβλεπα να πνίγουν ο ένας τον άλλο, να κολυμπάν σε αντίθετες κατευθύνσεις, πλοία με διαφορετικές πορείες πλεύσης, αναγκασμένα παρόλα αυτά να ταξιδεύουν μαζί.
Έβλεπα κι εκείνους που απλά τσαλαβουτούσαν στα ρηχά. Που έπαιζαν ανέμελα μέχρι εκεί που μπορούσαν να φτάσουν ασφαλείς. Εφοδιασμένοι με κουβαδάκια κι εξοπλισμό παραλίας, δεν κινδύνευαν, μα ούτε στερούνταν. Σαν παιδιά γνώριζαν την ομορφιά και την αξία της θάλασσας, μα τα μάτια τους και η ψυχή τους ποτέ δεν θα την αξιώνονταν στο απόλυτο, κρυφό της μεγαλείο.
Παραπέρα κάποιοι απλά βουτούσαν τα πόδια τους στο κύμα και στα βότσαλα. Άλλοι μάζευαν πετραδάκια και κοχύλια, μικρά, πολύτιμα αναμνηστικά ενός ταξιδιού που ποτέ δεν θα επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν. Κάποιοι έχτιζαν πύργους στην ακροθαλασσιά, όνειρα από άμμο που τα διέλυε η αλμύρα. Άλλοι αρκούνταν στη θέα, αναρωτιόντουσαν πόσο κρύο ήταν το νερό κι όλο και καθυστερούσαν να μπουν.
Άλλοι περίμεναν με αφέλεια το κύμα να έρθει σε αυτούς. Κανείς δεν είχε βρεθεί να τους πει πως έπρεπε να το διεκδικήσουν, πως όφειλαν να προσπαθήσουν για αυτό. Πότε πότε τους χάιδευε για λίγο το νερό, μικρά, ανώδυνα φλερτ που δρόσιζαν για λίγο την απότιστη, στεγνή ζωή τους κι αναζωογονούσαν το είναι τους.
Συνάντησα και νέους στολισμένους, παστωμένους αντηλιακό, μη τυχόν αρπάξουν και καούν, ντυμένους με ευφάνταστα, χρωματιστά μαγιό να μπαίνουν στο κύμα. Κάποιοι απλά επιδείκνυαν το κορμί και το μαγιό τους, έκαναν πασαρέλα κι ούτε καταλάβαιναν την ουσία του πράγματος, ερωτευμένοι ως άλλοι, σύγχρονοι Νάρκισσοι, σαφώς κατώτεροι του αληθινού, με την ίδια τους την εικόνα. Με τρόμαζε η ωραιοπάθεια ορισμένων ανθρώπων, που στην πραγματικότητα ήταν μέτριοι, αδιάφοροι έως και άσχημοι… Να προσπαθούν, να στηρίζουν όλη τη ζωή στην εικόνα τους, να θεοποιούν το σώμα τους κι όλα αυτά για κάτι τόσο κενό…
Έβλεπα άλλους μες στην πολυτέλεια και την ασφάλεια ενός ακριβού σκάφους να αρμενίζουν στα πιο όμορφα και φωτεινά σημεία του ωκεανού, χωρίς αλίμονο, στιγμή να τον αγγίξουν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι οι λιγοστοί που το έκαναν, με θεαματικές βουτιές που έκοβαν την ανάσα, μα πάντα μόνοι, χωρίς το δεύτερό τους ήμισυ, με άλλα, ξένα μισά. Νέα, όμορφα, σφριγηλά, περαστικά πάνω στο κολύμπι. Ή απλά για όσο διαρκεί το κλικ της μηχανής. Έπειτα το ανέβαζαν στο instagram καρτερώντας τα likes.
Λίγοι θαρραλέοι, για τους πολλούς παράτολμοι, βουτούσαν στον βυθό του. Κάποιοι φορτωμένοι μάσκες, οξυγόνο, ντυμένοι με στολές κατάδυσης. Κάποιοι αφελείς με μόνο σύμμαχο τα γερά πνευμόνια τους. Έβλεπα κι αυτούς που τα κατάφερναν να περνούν απέναντι, σε φαινομενικά άπιαστα, όμορφα νησιά όπου έχτιζαν σπιτικά ζεστά, ευλογημένα, αξιοζήλευτα…
Τέλος ήσουν κι εσύ… Όρθιος στην αμμουδιά, θαύμαζες τη θέα. Σου έκοβε την ανάσα. Ήθελες όσο τίποτα να μπεις μέσα και να αφεθείς σε αυτά τα άγνωστα νερά. Μα σε απέτρεπε το ίδιο το επίθετο που τα συνόδευε, η ίδια η λέξη από μόνη της σε αποθάρρυνε: άγνωστα… Θαύμαζες με αναίτιο πάθος αυτούς που κολυμπούσαν μέσα με δεξιοτεχνία. Όπως θαυμάζει κανείς κάποιον που επιδίδεται με επιτυχία σε κάποιο extreme sport. Ή τους ολυμπιονίκες που κατακτούν τα μετάλλιά τους. Τί είδους άνθρωποι ήταν εκείνοι που το τολμούσαν και το απολάμβαναν κιόλας; Σίγουρα πάντως εσύ δεν ήσουν έτσι… Από τι υλικό ήταν άραγε φτιαγμένη η ψυχή τους; Άντε πάλι αυτή η εμμονή με το υλικό…
Γιατί στην ευχή, εσύ σκεφτόσουν πάντα τόσο; Γιατί τα ανέλυες όλα; Γιατί προνοούσες για το παραμικρό; Γιατί λάμβανες υπόψιν σου και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια; Γιατί δεν μπορούσες απλά να αφεθείς και να ζήσεις;
Αρχικά θαύμαζες όσους το έκαναν. Μετά άρχισες να τους ζηλεύεις. Τελικά κατέληξες να απαξιώνεις τη θάλασσα του έρωτα. Μια χαρά ήσουν μόνος σου στο βουνό της αυτάρκειάς σου. Από εκεί έβλεπες τη θάλασσα σαν μια μικρή, αμελητέα γαλανή γραμμή στον ορίζοντα, μια τόση δα πινελιά στο κάδρο της ζωής σου… Την αντιμετώπιζες σαν ένα όμορφο δώρο των διακοπών. Δυο τρεις βουτιές και μπόλικη ηλιοθεραπεία. Πάντα με προφυλάξεις, υψηλό δείχτη προστασίας, για αντίστοιχο αριθμό ημερών κι ύστερα, έλεγες «καλό χειμώνα» στον εαυτό σου και του χρόνου πάλι. Κι έδειχνες ευτυχισμένος… Και δεν έψαχνες βαθύτερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου