μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περπατώντας στους μήνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περπατώντας στους μήνες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - της Χρυσής Μαρούση




Ο Αύγουστος του Τσαρούχη, του Παπάζογλου και του Βασίλη Βασιλικού, ο αγαπημένος της τέχνης, ενορχηστρωτής του καλοκαιριού, το οργανώνει, το απογειώνει και μας το παραδίδει πανέμορφο. Από τη θέση του μαέστρου, με την μαγική του μπαγκέτα, διευθύνει την ορχήστρα του και μας παραδίδει τριάντα μία μέρες όμοια με τη λίστα των τραγουδιών μιας συναυλίας. Μία από τις πολλές που φιλοξενεί στην αγκαλιά του.
Ένας μήνας που απαιτεί σαγιονάρες ή ακόμα καλύτερα πόδια γυμνά για να τρέχουν σε παραλίες, να γεμίζουν άμμο, να πλατσουρίζουν σε νερά όλο αλμύρα, να λιάζονται σε πετσέτες, ψάθες και ξαπλώστρες. Γεμάτος δρόμους αμέτρητους που όμως ονειρεύονται όλοι τους έναν μόνο προορισμό, υγρό και γαλάζιο.
Οι πιο πολύτιμες στιγμές του μυρίζουν θάλασσα. Τις περνάμε ψάχνοντας για κοχύλια και βότσαλα με ιδιαίτερα σχήματα και ασυνήθιστες αποχρώσεις. Συχνά μας περιμένουν υπομονετικά ανάμεσα σε φύκια, τοποθετημένα θαρρείς εκεί επίτηδες, από το χέρι κάποιου διορατικού διακοσμητή-καλλιτέχνη. Τόσο όμορφα και ταιριαστά φαντάζουν. Άλλοτε πάλι μας τα αποκαλύπτει το δαντελωτό μεσοφόρι της θάλασσας που μια απλώνεται και μια τρέχει να ξεφύγει από τα πόδια μας, εκτελώντας τον φυσικό χορό της στον μελωδικό ρυθμό των κυμάτων, μετανιώνοντας για την τόλμη της τη μιας στιγμή και ξανατολμώντας την αμέσως επόμενη. Σαν εισπνοή κι εκπνοή, μια τα βρέχει και μια τα εγκαταλείπει, έρχεται και φεύγει σαν την αναποφάσιστη, άστατη «Συννεφούλα» του Σαββόπουλου: «μ’ αγαπάει την μια, την άλλη με ξεχνάει». Τρέχουμε λοιπόν να τα προλάβουμε στην εκπνοή της, στο «μ’ αγαπάει», πριν το ξανασκεφτεί και μας τα πάρει πίσω. Χορεύουμε στη θάλασσα με το πιο αληθινό, γάργαρό μας γέλιο. Κι άλλοτε απλά ξεκουραζόμαστε. Γαληνεύουμε την τρικυμισμένη μας ψυχή, την περιθάλπουμε, περιποιούμαστε τις πληγές των χειμώνων της ζωής μας. Φορτίζουμε, λοιπόν, τις μπαταρίες. Γαληνεύουμε το μέσα μας. Θαυμάζουμε την ομορφιά και παλεύουμε να αποθηκεύσουμε σε αυτό όσες περισσότερες λήψεις και στιγμιότυπά της μπορούμε. Να τα πάρουμε μαζί μας για να βγάλουμε τις κρύες μέρες. Μυρμήγκια εμείς, που μαζεύουν τροφή για τον χειμώνα. Κι ο ήλιος, από κοντά, μας ακολουθεί, μας χαϊδεύει, μας νοιάζεται. Μας γεμίζει φως και διώχνει ό,τι έχουμε από σκοτάδι. Αφήνει μόνο την σκιά μας σκοτεινή, να κοσμεί την αμμουδιά, σε ένα κινούμενο, ευμετάβλητο, αδιάκοπα εναλλασσόμενο έργο τέχνης.
Θάλασσα λοιπόν. Συνώνυμο του Αυγούστου. Κι όσοι δεν το μπορούν να την γευτούν, με μια ευχή κοιμούνται. Να περνούσαν κάθε μέρα του καλοκαιριού με την αλμύρα της στα χείλη τους, την άμμο της στα πόδια, τις χούφτες τους γεμάτες από τα όστρακα και τα κοχύλια της, με τον ήχο των κυμάτων της στα αφτιά, ως το απόλυτο hit του καλοκαιριού... Όπως τότε που ήτανε παιδιά... 


Μες στην ατέλειωτη χαρμολύπη του κάθε μέρα, στη θάλασσα της ζωής που επιμένει πεισματικά να συνεχίζει και να προχωρά, Φαρισαίοι, Πόντιοι Πιλάτοι κι αθώοι αμνοί την ίδια στιγμή, υποδεχόμαστε τον Αύγουστο της Παναγίας. Μια ευχή ακούγεται από κάθε άκρη της χώρας. Μια ευχή πανέμορφη μες στην απλότητά της: Καλή Παναγιά. Καθημερινά τα απογεύματα στολίζονται από τις παρακλήσεις μας σε Αυτήν. Όσα ασφυκτιούν μέσα μας παν να Την ανταμώσουν. Τόσες απεικονίσεις, τόσα ονόματα, τόσες ψυχές, τόσοι αιώνες. Κι όμως για τον καθένα μας είναι μόνο μία κι καθένας μας μοναδικός για Εκείνη. Όπως κι αν Την φωνάξουμε, Εκείνη θα μας απαντήσει. Κι αν τη φωνή μας χρόνια έχει να ακούσει, θα την αναγνωρίσει πριν καν να ακουστεί. Κι αν δεν Την καλέσαμε καιρό,  ποτέ δεν μας παρεξηγεί, τρέχει στο κάλεσμά μας. Κι αν είν’ το βλέμμα μας καθαρό ή θολό, δεν θα μετρήσει, παρά στα μάτια θα μας δει. Κι αν είναι ακατάστατη η  ψυχή μας, κι αν είν’ συγυρισμένη, Αυτή θα την επισκεφτεί κι ούτε θα το προσέξει. Κι αν είν’ μεγάλη ή στενή, δεν θα υπολογίσει, θα έρθει να εγκατασταθεί. Στην πιο μεγάλη μας χαρά, στην πιο βαθιά μας λύπη, η αγκαλιά Της ανοιχτή. Είτε ουρλιάζουμε είτε σιωπούμε, ακούει την προσευχή μας. Κι αν κρύβουμε, θάβουμε, κρυβόμαστε, Αυτή ξέρει πού είμαστε. Κι αν αγαπάμε, κι όταν μισούμε, η αγάπη Της μαζί μας. Από την κόγχη του ιερού, μας χαιρετά, μας γνέφει, μας αγγίζει. Μες στα δωμάτιά μας ζει, πάνω σε ξύλο καρυδιάς, σε ένα καρφί στον τοίχο. Μες στης ψυχής την εκκλησιά, για πάντα θα γιορτάζει.
Κι ακολουθεί η πανσέληνος του Αυγούστου, υπομονετικά μας περιμένει.
Ματωμένη ή αναίμακτη, φωσφορούχα ή χλωμή,  ολόγιομη ή όχι, φωταγωγεί τις ψυχές, και τα όνειρά μας, τα μεράκια και τους καημούς και τα καταφέρνει, αν όχι να κλέψει ολοκληρωτικά την παράσταση, τουλάχιστον να ανταγωνιστεί ισότιμα τον καυτό του ήλιο. Και μας δίνει κάθε χρόνο ραντεβού, σε όποιο μέρος κι αν βρεθούμε, για να μας γητέψει και πάλι απ’ την αρχή με τον απόκοσμο μα οικείο, ίδιο κάθε φορά, τρόπο. Κι εμείς πιστοί πάντα στο ραντεβού μας, δεν το στήνουμε ποτέ. Στήνουμε τις κάμερές μας και την φωτογραφίζουμε πάλι και πάλι, εκ νέου, λες κι είναι κάτι το πρωτόγνωρο, που δεν το έχουμε ξαναδεί. Κι ανανεώνουμε τους όρκους μας μαζί του, σαν άβγαλτοι, ερωτευμένοι έφηβοι.
Και φυσικά, έτσι όπως σεργιανάς μαγεμένος μες στα στενά του Αυγούστου, πέφτεις οπωσδήποτε και πάνω στις Περσείδες. Ή πιο σωστά, εκείνες πέφτουν πάνω σου. Η ονειρική βροχή των διαττόντων αστέρων. Τις αποκαλούν πεφταστέρια. Δεν πρόκειται, όμως,  για καταιγίδα, σιγανοψιχάλισμα ή περαστική μπόρα. Ούτε για ξεπεσμένα ή έκπτωτα άστρα. Ούτε για κάτι μαγικό, ένα ουρανοκατέβατο τζίνι που πραγματοποιεί ευχές κι εκπληρώνει κρυφές επιθυμίες. Για κάποιους είναι απλά υπολείμματα κομήτη. Για την πλειοψηφία ένα μαγευτικό θέαμα. Όπως το δει κανείς, ό,τι χροιά επιλέξει να του προσδώσει. Κάθε πράγμα, συναίσθημα, αντικείμενο, πρόσωπο, ζωγραφίζεται με τις λέξεις που εμείς επιλέγουμε, ντύνεται τα ρούχα που προτιμάμε, υιοθετεί την αύρα που μόνοι μας θελήσαμε. Άγραφο κεφάλαιο ο Αύγουστος, με φύλλα αδειανά. Στο χέρι μας είναι να τον ζήσουμε όπως θέλουμε και να βάψουμε τις σελίδες του με τα χρώματα που αγαπάμε. Λουσμένοι από αστέρια.
Φτάνοντας σε ένα απόμερο σταυροδρόμι, που το κάθε του παρακλάδι οδηγεί και σε μια διαφορετική, πολλά υποσχόμενη. Παραλία, στέκομαι να πάρω μια ανάσα. Σκουπίζω τον ιδρώτα μου με την αναστροφή της παλάμης μου και τότε το συνειδητοποιώ. Καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο ξεχωριστός μήνας ο Αύγουστος. Το νιώθουμε πως ακολουθεί το φθινόπωρο, κι ίσως αυτό ακριβώς να τον κάνει τόσο ανεκτίμητο. Να μας κάνει να τον ζούμε πιο έντονα, να τον απολαμβάνουμε με κάθε μας κύτταρο, να προσπαθούμε να μην αφήσουμε λεπτό να πάει χαμένο, ανεκμετάλλευτο, πεταμένο.  Μαντεύουμε ότι πίσω από αυτή τη γενναιόδωρη φωτοχυσία, κρύβονται οι μελαγχολικές, συννεφιασμένες μέρες του Σεπτέμβρη. Ένας πανέμορφος Δούρειος Ίππος, αυτό είναι στην τελική ο Αύγουστος. Κι εμείς το ξέρουμε, μα δεν μας νοιάζει. Τον καλοδεχόμαστε όμοια με τον παρακινδυνευμένο έρωτα και αφηνόμαστε να τον απολαύσουμε για όσο κρατήσει. Για να έχουμε κάτι να μας ζεσταίνει στο κρύο που θα ακολουθήσει. Κι ας ξέρουμε καλά πως ο Αύγουστος κρατάει πάντα τριάντα μία μόνο μέρες.


Χρυσή Μαρούση
συγγραφέας

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

ΙΟΥΝΙΟΣ της Χρυσής Μαρούση





ΙΟΥΝΙΟΣ 

Περπατώ. Το αδιάκοπο ταξίδι μου μού σύστησε έναν ολοφώτεινο και γελαστό Ιούνη. Νέος, όμορφος, μοιάζει λες και βγήκε μόλις από τα πινέλα του Τσαρούχη. Ένας Ιούνης γεμάτος αισιοδοξία και υποσχέσεις. Με ατέλειωτους δρόμους και διαδρομές, να παίζουν σαν παιδιά κρυφτό στις μέρες του, σαν σε χάρτη θησαυρού. Πάνω του φέρει, όπως πάντα, μια πρώτη γεύση από όλα εκείνα που μας υπόσχεται το γενναιόδωρο ευλογημένο καλοκαίρι. Από όσα περιμένουμε. Τον ήχο της θάλασσας που ολοκάθαρα αντηχεί στο μυαλό μας. Την αλμύρα της. Τους γλάρους που χορεύουν με τα σύννεφα, που ακολουθούν τα πλοία, που χαρτογραφούν από ψηλά τον ωκεανό. Κοχύλια, βότσαλα και όση άμμο αντέχουμε να βαδίσουμε, να κρατήσουμε, να μετρήσουμε. Βράδια με μόνο τους ένδυμα το άρωμα του γιασεμιού. Η καθεμιά τους να συναγωνίζεται την άλλη, επιστρατεύοντας κοχύλια, όστρακα, θαλασσινό αφρό, άρωμα νυχτολούλουδου, αγιοκλήματος ή γαζίας. Τις πρώτες βουτιές, το άρωμα της καρύδας διάχυτο παντού. Γέλια, ξεγνοιασιά, ηρεμία, ξεκούραση. Συχνά μόνο και μόνο επειδή έτσι πρέπει. Ρούχα πολύχρωμα. Ανάλαφρα. Μόνο τα απαραίτητα. Παντού. Στα ενδύματα. Στις σκέψεις. Στις σκοτούρες. Τουλάχιστον έτσι θα θέλαμε να είναι. Τουλάχιστον αυτό προσπαθούμε. 



Στο νούμερο 5 συναντώ την παγκόσμια ημέρα Περιβάλλοντος. Γιορτάζει, λοιπόν το περιβάλλον. Όσα μας περιβάλουν. Όσα περιβάλλουμε εμείς. Η περιβολή της ζωής μας. Της ύπαρξης. Το φόντο της. Το φυσικό σκηνικό που στήθηκε από τον Μέγα Σκηνοθέτη για εμάς. Κακοσυντηρημένο. Υποτιμημένο. Κατεστραμμένο. Απίστευτο, δεν αισθανόμαστε την αξία του. Λες και τα σπουδαία φτιάχτηκαν για να τα περιφρονούμε. Λες και εμείς φτιαχτήκαμε για να περιφρονούμε τα σπουδαία. Αλήθεια, τι ακριβώς είπαμε πως γιορτάζει το περιβάλλον; 

Δύο τρία δρομάκια παρακάτω κατοικεί η γιορτή του πατέρα. Γιορτάζει ο πατέρας. Ο δικός μας. Των άλλων. Των παιδιών μας. Κεριά αναμμένα όλοι τους στα πιο πολύτιμα μανουάλια της γης. Το καθένα τους σιγοκαίει για την οικογένειά του. Όλα μαζί για τον κόσμο. Άλλα σε εκείνα των ζωντανών, αλλά στων τεθνεώτων. Και μερικά, αδύναμα να αντέξουν τη δυνατή φλόγα που συνοδεύει αυτόν τον ρόλο, στέκουν σβηστά και σκοτεινά. Σβήστηκαν βιαστικά και άτσαλα. Τις περισσότερες φορές από το ίδιο τους το χέρι.

Πατεράδες, κυρίως νεότεροι, δέχονται τις όμορφες, χρωματιστές κάρτες της νεοφερμένης γιορτής. Πλήθος ευχών ή την πιο απλή κι αληθινή, σε πέντε μόλις λέξεις: Χρόνια πολλά, μπαμπά. Σ' αγαπώ. Κι απ' την άλλη, πατεράδες που περιμένουν τώρα πια άλλες ευχές. Αυτές της καρδιάς, της προσευχής, της μνημόνευσης. Κι είν' ο πατέρας σύνοδος στο μεγάλο μας ταξίδι. Κι είναι προστάτης, φύλακας, στήριγμα κι αγκαλιά. Ή έτσι θα έπρεπε να είναι. Κι όσες μέρες κι αν του αφιερώσουμε και πάλι λίγες μοιάζουν. 

Κι εκεί, ανάμεσα στην ζωή που ξεχειλίζει από κάθε σπιθαμή αυτού του τόσο όμορφου μήνα, προβάλλει ο θάνατος με όλες τις ψυχές που πόθησε και πήρε. Κι είναι αυτό το Σάββατο του Ιουνίου, εκείνο της Πεντηκοστής, που σε αυτές αφιερώνεται. Και ο θάνατος πάει πάντα χέρι χέρι με την Ανάσταση, μαζί αιώνια προχωράνε. Πόση παραμυθία και πόσο μεγαλείο σε μια μόνο εικόνα. Όλοι οι ιερείς, στους άμβωνες των ναών, να προσεύχονται. Να ψιθυρίζουν τα πιο ιερά ονόματα των δικών μας ψυχών. Κι όλες εκεί να ανταμώνουν, όπως κάποτε έκαναν ζωντανές στους δρόμους κάθε μήνα, κάθε τόπου κι εποχής. Πόσο σπουδαίο πράγμα, αλήθεια. 

Και ξημερώνει του Αγίου Πνεύματος. Κι όλοι ζητάμε φώτιση. Κι όλοι ονειρευόμαστε σαν μιλάμε, να μας καταλαβαίνουν. Κι όταν ακούμε, να νιώθουμε τα λόγια. Να δραπετεύσουμε από όλες τις Βαβέλ του κόσμου. Να τις γκρεμίσουμε μια και καλή, για πάντα. Το θαύμα αιωνίως προσμένουμε. Μα ξεχνάμε πάντα, πως πάει καιρός τώρα που στα θαύματα πάψαμε να πιστεύουμε.

Και τι θαυμάσιο. Βρήκαμε επιτέλους τον τρόπο να γιορτάζουμε την κάθε μέρα. Αυτήν που αδυνατούμε να ανακαλύψουμε και να της προσδώσουμε αξία έτσι από μόνοι μας, δίχως την συνδρομή μιας επιβεβλημένης γιορτής.Να βάλουμε απλά τα καλά μας, να ντυθούμε τον καλύτερο εαυτό μας και να την απολαύσουμε χωρίς ιδιαίτερο, προφανή λόγο. Χρειαζόμαστε νέες γιορτές. Κι ας είναι γεμάτα τα ημερολόγια από Αγίους και εικόνες. Πράγματα παρωχημένα. Ντεμοντέ. Ακολουθούμε θαμπωμένοι το καινούριο, όπως οι ιθαγενείς τα εντυπωσιακά πετραδάκια των ξένων. Κι ας ξέρουμε πως αυτά που βρήκαμε και κληρονομήσαμε από τους γονείς μας είναι αυθεντικά, ζωντανά και ουσιαστικά. Ευλογημένα όλα, καλοδεχούμενα, αρκεί να βλέπουμε βαθύτερα, να μην στεκόμαστε στην επιφάνειά τους μόνο. Να φτάνουμε στην αλήθεια τους. Γιατί παντού υπάρχει έστω κι ένα μικρό της ψήγμα. 

Η παγκόσμια ημέρα Μουσικής περιμένει υπομονετικά να έρθει η σειρά της, στον οδικό χάρτη του μήνα, κι εγώ στέκομαι ακίνητη και φιλοσοφώ ξανά. Συνεχίζω τον δρόμο μου και την ανταμώνω. Ένα μουσικό κομμάτι κάθε στιγμή της ζωής μας. Εκτελεσμένη σε μινόρε. Παιγμένη σε ματζόρε. Άλλοτε ελπιδοφόρο άκουσμα. Άλλοτε τρομακτικό. Κάποιες φορές μας εισάγει σε κάτι νέο, μας προϊδεάζει για αυτό. Κάποιες άλλες σιγοντάρει συναισθήματα, υπογραμμίζει έρωτες, φιλίες, προδοσίες. Μας συνδράμει, μας παρηγορεί, μας ξεγελά, μας ενισχύει... Ένα μαγικό, άηχο, απαρατήρητο απ' τους πολλούς, σάουντρακ μας συνοδεύει σε κάθε μας κίνηση, καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Εκατομμύρια παράλληλες μελωδίες, στοιβαγμένες η μια δίπλα ή πάνω στην άλλη. Αυτό είμαστε. Ακριβώς όπως ο ένας σταθμός στον άλλο στις συχνότητες του ραδιοφώνου ή το ένα cd με τα υπόλοιπα στην αγκαλιά της σκονισμένης σιντοθήκης. 
Το ίδιο κι εμείς. Ατελείωτοι άνθρωποι, με νότες στα μαλλιά αντί για φουρκέτες, κλειδιά του Σολ περασμένα στα μπρελόκ μας, ριγμένα όπως όπως μέσα σε τσάντες και τσέπες. Συγχορδίες αντί για προτάσεις στα χείλη και μέρες-άδεια πεντάγραμμα που ανυπομονούν να γεμίσουν. Από τα χέρια μας. Από την μουσική μας. Απ'τις ψυχές μας. 

Κι ο Ιούνιος, με το δικό του πεντάγραμμο ξέχειλο από κοχύλια, κύματα και καλλίφωνα τζιτζίκια, κυλά αφήνοντας, χωρίς να το θέλει, σε κάθε του βήμα και λίγους κόκκους άμμου. Και κλείνει με τη νηστεία των 12 Αποστόλων και την υπενθύμιση πως ακόμα και στην απόλυτη ομορφιά, ο αγώνας μας δεν παύει. Ούτε η αποστολή μας. Και λίγο πριν μας αποχαιρετίσει για έναν ολόκληρο χρόνο, φωνάζει με την ένρινη φωνή του ένα όνομα. Εκείνο του Ιούλη...



Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΜΑΪΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΜΑΡΟΥΣΗ




Η ζωή μας ένας δρόμος είναι αν το σκεφτείς. Εμείς σχεδιάζουμε τη διαδρομή. Κάποτε μας βγαίνει όπως τη θέλουμε. Κάποτε πάλι, όχι. Χωμάτινος άλλοτε ο δρόμος μας, άλλοτε τσιμεντένιος. Αδιάφορος ή ονομαστός. Μικρού χωριού ή πόλης τεράστιας. Ξεφυτρώνει ανάμεσα σε άνθη κι όλες τις αποχρώσεις του πράσινου ή ασφυκτιά ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μαγαζιά. Σκονισμένος ή καθαρός. Φροντισμένος ή παρατημένος στο έλεος του Θεού. 
Τον βαδίζω πάντοτε με αγάπη. Ο καθένας τους κάτι μου θυμίζει. Ο καθένας κάτι μου χει δώσει. Σε κάποιον έπαιξα, σε κάποιον έκανα φίλους. Σε αυτόν, μωρό ακόμα στο καρότσι, βρέθηκα. Κάπου ερωτεύτηκα, παρακάτω πληγώθηκα. Εδώ βιάστηκα, εδώ χασομέρησα. Κάπου εδώ έχασα, εκεί απέναντι αδικήθηκα. Κι εκεί πέρα αδίκησα εγώ. Αποχωρίστηκα. Έκλαψα. Γέλασα. Ονειρεύτηκα. Έπεσα. Σηκώθηκα. Στάθηκα για καιρό ακίνητη. Τελικά προχώρησα.
Αλλάζουν οι εποχές, τα πρόσωπα που με πλαισιώνουν, τα χέρια που κρατώ, τα χέρια που αφήνω… Αλλάζω κι εγώ. Εξωτερικά κι εσωτερικά. Στην επιφάνεια και στην ουσία. Αλλάζουν οι μέρες, οι μήνες, τα πάντα. Μια ατελείωτη εναλλαγή τόπων, τοπίων, διαθέσεων και στιγμών. Και να που βρίσκομαι στον Μάη. Μονοπάτια γεμάτα λουλούδια με καλωσορίζουν. Χεράκια παιδικά, επί το πλείστον, στολισμένα την Άνοιξη. Ομορφιά. Αρώματα. Εικόνες. Αγγίγματα. Όλες μου οι αισθήσεις σε επαγρύπνηση. Πόση τέχνη σκορπισμένη παντού. Πόση κρυμμένη σε πέταλα, φύλλα και στημόνες. Στον τρόπο που ένας μίσχος υποκλίνεται. Σε κάθε χορευτική ανταπόκριση του χορταριού στη μουσική του ανέμου. Βαδίζω και μαζεύω. Στην Πρωτομαγιά της ζωής μου, συλλέγω τις πιο μεγάλες στιγμές μου. Τις δύσκολες τις χρησιμοποιώ για να φτιάξω τον σκελετό του στεφανιού μου. Τις ευγενικές, τις στολίζω αντί για λουλούδια πάνω σε αυτόν. 
Πλέκω. Ματιές. Αθώες. Λάγνες. Παρακλητικές. Κουρασμένες. Συγχωρητικές. Τρυφερές. Ενοχλημένες. Χαμόγελα. Ενθαρρυντικά. Αμήχανα. Ικανοποιημένα. Ικανοποιητικά. Υποκριτικά. Επιβεβλημένα. Τέλεια. Αγκαλιές. Σφιχτές. Χλιαρές. Καθησυχαστικές. Παθιασμένες. Διαλυμένες. Γνήσιες. Λέξεις. Αιχμηρές. Εύηχες. Αδιάκριτες. Προσεκτικές. Απωθητικές. Ευπρόσδεκτες. Αδιάφορες. Στιγμές. Κερδισμένες. Χαμένες. Μοιρασμένες. Ξεχασμένες. Ανούσιες. Ανεκτίμητες. Έτοιμο το στεφάνιο μου. Το φορώ στα μαλλιά μου. Αγκάθια κι άνθη πλεγμένα και τελικά μπλεγμένα σφιχτά μεταξύ τους. Δεν ξεχωρίζουν πια. Όπως οι άνθρωποι κι οι ματιές τους. Όπως τα χαμόγελά τους. Οι αγκαλιές. Οι λέξεις. Οι στιγμές. Οι ζωές κι οι ψυχές τους. Χαμογελώ και γίνομαι φωτογραφία. Μετά το κρεμώ στην εξώπορτά μου. Θα το αφήσω εκεί ώσπου να μαραθεί… Μετά θα φτιάξω άλλο. Τώρα πια έμαθα να πλέκω.




Σταυροδρόμια, μονόδρομοι. Παράδρομοι, λεωφόροι. Αδιέξοδα. Όπου κι αν βρεθώ, όπου κι αν στρίψω, όπου κι αν με οδηγήσουν τα βήματά μου, ο Μάης πανέμορφος με περιμένει. Με στεφάνια, ήλιο και φως. Το πιο ρομαντικό κι ερωτεύσιμο παιδί του χρόνου με καλεί να το ερωτευτώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Κι εγώ του παραδίδομαι, μεθυσμένη από αρώματα και χρώματα. Πώς να του αρνηθώ;
Γύρω μου άνθρωποι φτωχοί κι άνθρωποι ευκατάστατοι, τα ίδια λουλούδια κόβουν. Νέοι, γέροι και παιδιά, παιδιά όλοι τους στην ψυχή. Φημισμένοι κι αφανείς, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Γενναίοι και φοβισμένοι κοιτούν τον ήλιο. Δυναμικοί κι ευαίσθητοι, το έθιμο κρατούν. Μου αρέσει αυτή η εικόνα, βρίσκω όμορφη αυτή τη σκέψη και τις παίρνω από το χέρι. Βαδίζουμε μαζί σε έναν μήνα τρυφερό, λουλουδιασμένο. Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος για να τιμήσει κανείς την μητρική αγάπη.
Και φτάνουμε στο πιο όμορφο σημείο της πόλης. Στον προορισμό, στην Ιθάκη, στο σπιτικό μας. Στη γιορτή της μητέρας. Για την εκκλησία μας είναι η ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού. Τις γιορτάζω και τις δυο. Με άλλη διάθεση κι άλλη βαρύτητα την κάθεμια. Και προσπαθώ να το κάνω κάθε μέρα. Δεν το καταφέρνω πάντα, μα επιμένω. Εγώ φυτεύω κι ό,τι ανθίσει… 
Μαμά, έχεις χρόνια που έφυγες, μα ακόμα εδώ είσαι. Κανένας δεν μπορεί να σε πάρει. Ούτε τα χρόνια, ούτε η απουσία σου, ούτε ο θάνατος ο ίδιος. Ποιος θάνατος; Ολοζώντανη είσαι, πιο κοντά μου από ποτέ. Είμαι εσύ όταν μιλώ στην κόρη μου, κι εγώ είμαι εκείνη. Σαν τη φροντίζω, όταν για αυτήν ανησυχώ. Σαν καμαρώνω. Και είναι κάτι βράδια που στην ψυχή μου στρώνεις να ξαποστάσεις, αφού το όνομά σου φέρει γύρους στους κόμπους του κομποσκοινιού, στον κόμπο του λαιμού μου, σε εκείνους των δακρύων. 
Μαμά. Λέξη που είπαμε, που μας είπαν, που μας λένε, που κάποιοι ποτέ δεν αξιώθηκαν να πουν, ή δεν θα πουν ποτέ ξανά. Που κάποιες όσο κι αν θέλουν ποτέ δεν θα ακούσουν. Που κάποιες παλεύουν για να φανούν αντάξιές της. Λέξη που μας γεννά χαμόγελα, πόνο, καημό, λαχτάρα. Για τον καθένα μας έχει άλλη μορφή, μία και μόνο, εκείνη της μαμάς μας. Κι είναι πάντα η ομορφότερη. Κι είναι πάντα η μία. Κι είναι πάντα η μόνη.
Κι είναι η λέξη που συνώνυμο δεν έχει. Αυτό σκέφτομαι και προχωρώ. Περνώ έξω από μια εκκλησία. Μπαίνω, ανάβω ένα κερί. Το βλέπω να λιώνει. Χαζεύω λίγο τον αχνό της φλόγας. Και μια ολόιδια φλόγα ανάβει στην καρδιά μου. Κι όμως έχει, χαμογελά η ψυχή μου, ενώ προσκυνώ την εικόνα της Παναγίας.




Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

ΑΠΡΙΛΙΟΣ



Περπατώ ακούραστα στους δρόμους της Άνοιξης. Στο στενό που βρίσκομαι η πινακίδα γράφει οδός Απρίλη. Απρίλης λοιπόν. Έπρεπε να το μαντέψω από το άφθονο φως και το λουλουδιασμένο εμπριμέ φόντο. Ένας μήνας όμορφος σαν ψέμα, που τα δρομάκια του μας οδηγούν στην πιο μεγάλη αλήθεια. Στο άκουσμα του ονόματός του, φτάνει στη μύτη μου η μυρωδιά της πασχαλιάς και κόκκινες παπαρούνες στολίζουν τα μαλλιά μου. Προχωρώντας συναντώ λιγοστά πράσινα φανάρια. Σπανιότατα κόκκινα. Πορτοκαλί, στην πλειοψηφία τους, αφήνουν την επιλογή στον περαστικό. Μαζί και την ευθύνη. Το ίδιο δεν ισχύει και με την ζωή; Δεν επιβάλλει. Δεν απαγορεύει. «Διάλεξε», σου ψιθυρίζει. «Θα περάσεις απέναντι; Θα πας παρακάτω; Θα μείνεις ακίνητος εδώ από φόβο; Θα διακινδυνεύσεις να σε παρασύρουν τα διερχόμενα αμάξια;»

Δεν το σκέφτομαι καν. Συνεχίζω. Στο πρώτο μου κιόλας βήμα με υποδέχονται χιλιάδες παιδιά με αθώα ψέματα-λουλούδια που κρέμονται από τα χείλη τους. Η μόνη μέρα του χρόνου που συγχωρείται το ψέμα. Τα μόνα πλάσματα στη γη που το αθωώνουν… Πρωταπριλιά. Την επομένη γιορτάζει το παιδικό βιβλίο. Το ψέμα γίνεται μύθος, παραμύθι, παραμυθία… Και μαζί κι η παγκόσμια μέρα αυτισμού μας χαιρετά, μα εμείς εκεί, επιμένουμε να μην κατανοούμε τη μοναδικότητα και την τελειότητα του κάθε ανθρώπου του σπιτιού μας, της γειτονιάς, της συνοικίας, της πόλης, της χώρας, της ηπείρου, ολόκληρης της γης. Ούτε καν τη δική μας.

Οι Χαιρετισμοί συνεχίζονται κι οι Παρασκευές γονατίζουν ευλαβικά μπροστά στην Πλατυτέρα των Ουρανών και υμνούν την ωραιότητά Της. Κι η οδός μεγάλη, ατελείωτη μοιάζει. Και δεν θέλω να τελειώσει. Δρόμοι γεμάτοι κρυμμένες ομορφιές με κάνουν να βαδίζω αργά και ήσυχα για να τις ανακαλύψω… Σάββατο του Λαζάρου. Κι ένας Χριστός πρόθυμος να τρέξει κοντά μας ανά πάσα στιγμή, όσο μακριά Του κι αν έχουμε βρεθεί, για να αναστήσει κάθετι νεκρό μέσα μας, αρκεί να Του το ζητήσουμε, αρκεί να το θέλουμε.
 

Στο 21ο στενό, με περιμένει υπομονετικά η Κυριακή των Βαΐων. Βαστάει βάγια και προετοιμάζομαι να τη δω να τα ρίχνει, στη θέα μου, κάτω με απογοήτευση. Μα εκείνη δεν το κάνει. Μέσω των χεριών του ιερέα, τα ακουμπά φιλεύσπλαχνα στα δικά μου ανάξια χέρια και με καλωσορίζει με αγάπη στη Μεγάλη Εβδομάδα. Να ’μαι λοιπόν στα ταπεινά, ξεχασμένα δρομάκια της, που ζορίζουν όσους έχουμε συνηθίσει να βαδίζουμε σε μεγάλους, φημισμένους, πολυσύχναστους δρόμους. Κι είμαστε πολλοί τέτοιοι… Πάμε πεζοί, χωρίς οδηγίες, GPS, οδικούς χάρτες και πινακίδες. Με μόνο οδηγό την ψυχή μας που αναγνωρίζει τα μέρη που κάποτε είχε ξαναβρεθεί. Σαν παιδί. Σαν έφηβος. Σαν σε όνειρο…

Και βλέπω τη Δευτέρα. Μεγάλη και σπουδαία, μας κάνει να επιθυμούμε, με ψυχές γυμνές, σαν τον Πάγκαλο Ιωσήφ, να τρέξουμε για να γδυθούμε τα πάθη μας και να ξεφύγουμε απ’ τη λάγνα αγκαλιά όσων στη γη μας δένουν. Κι ακολουθεί η Τρίτη. Μεγάλη κι αυτή μας θυμίζει πως λάδι στα λυχνάρια μας δεν έχουμε. Κι είναι κλειστά τα μαγαζιά. Κι ο Νυμφίος φτάνει… Τα τάλαντά μας αναζητούμε. Όλοι έχουν και κάποιο. Κι εμείς απλοί διαχειριστές για όσο περπατάμε. Μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουμε για αλλού. Μέσα μας βουτάμε και κλαίμε για όσα βρίσκουμε. Εκατομμύρια εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσες γυναίκες, με το τροπάριο της Κασσιανής να μας φωτογραφίζει.

Την Μεγάλη Τετάρτη, μικρές και ντροπιασμένες, Τον βλέπουμε να σκύβει και να πλένει τα πόδια των μαθητών Του. Κι εμείς να αγγίξουμε κάτι από το μεγαλείο Του παλεύουμε. Τις λεκάνες μας με κάτι να γεμίσουμε. Όλο τον χρόνο προσπαθούμε, λόγο άσχημο τα χείλη να μην πούνε, κακίες να μην κρατήσουμε, την ευθύνη μας να μην τη λησμονούμε, κι ας είναι και ελάχιστη. Και σαν αδικούμαστε, «αδίκησα» ψιθυρίζουμε. Και το εννοούμε. Κι είμαστε στην τελική ευθεία. Το δείπνο ετοιμάστηκε. Κάθε Κυριακή μας περιμένει. Τις περισσότερες κρατάμε τον ρόλο του Ιούδα. Δεν παίρνουμε μέρος, δεν εμφανιζόμαστε καν. Κι από όλη τη ζωή του Χριστού, μόνο εκείνο το «Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» λέμε με ευκολία. Και τη συνέχεια «όμως ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου" πάντα την παραλείπουμε… Κι είναι οι τσέπες μας βαριές, γεμάτες από αργύρια. Κι όσες φορές κι αν τα μετρήσουμε, πάντα 30 βγαίνουν… Είναι γιατί προδώσαμε, ηθελημένα ή ερήμην μας. Συνειδήσεις, εμπιστοσύνες, ιδέες, όνειρα, φίλους, αδελφούς, πατρίδες, τον εαυτό μας τον ίδιο… Μα σε αγχόνες δεν πιστεύουμε κι η απελπισία δεν μας πρέπει. Πάντα θα πέφτουμε, πάντα θα σηκωνόμαστε και μετανιωμένοι σαν τον Πέτρο, θα κλαίμε με συναίσθηση για κάθε μικρή ή μεγάλη προδοσία. Δική μας ή των άλλων…

Κι ανταμώνουμε με την Μεγάλη Πέμπτη της ζωής μας. Φτύνουμε. Μαστιγώνουμε. Εμπαίζουμε. Ραπίζουμε. Αγκάθινα στεφάνια μοιράζουμε. Σέρνουμε στον Γολγοθά. Σταυρό φορτώνουμε ξεδιάντροπα σε ώμους. Σφυριά κρατάμε. Γεμίζουμε σταυρούς, καρφιά μπήγουμε. Καθημερινά. Και παράλληλα μας φτύνουν. Μας μαστιγώνουν. Μας εμπαίζουν. Μας ραπίζουν. Αγκάθινα στεφάνια μας χαρίζουν. Σε Γολγοθά μας σέρνουν. Στους ώμους μας σταυρούς εναποθέτουν. Σφυριά κρατούν. Σταυρούς γεμίζουν με τα σώματά μας. Καρφιά μας διαπερνάνε. Και μπαίνουμε στην πιο δύσκολη οδό. Κι είναι Θάνατος το όνομά της. Πεθαίνουμε. Εμείς. Οι αντοχές μας. Η ελπίδα. Η ομορφιά. Η πίστη. Ο Θεός ο ίδιος. Πάνω σε έναν σταυρό. Κι η Παναγιά μας κοιτά. Κλαίει. Θρηνεί. Στιγμή δεν ξεμακραίνει. Οι άνθρωποι μπορεί. Όπως οι μαθητές σκορπίζονται. Φοβούνται. Κι εμείς το ίδιο δεν κάνουμε; Μα η Παναγία στέκει εκεί. Στο πλάι μας, την ώρα της σταύρωσής μας. Παντοτινή μητέρα. Για Εκείνον, για εμένα, για εσένα. Για κάθε ψυχή στο διάβα των αιώνων.

Το βράδυ,στον στολισμό του, βάζουμε ένα λουλούδι στον Επιτάφιο. Ό,τι καλό έχουμε διασωσμένο στην ψυχή μας. Τον βλέπουμε πάνω στον σταυρό. Κι είναι τόσο όμορφος μες στην ταπείνωσή Του… Κι είμαστε κι εμείς εκεί, στην ίδια θέση, πολλές φορές στο πέρασμα της ζωής μας. Και ξέρουμε καλά τι πόνο κρύβει. Και ξέρουμε καλά, τι δύναμη απαιτεί. Μα χάρη σε Αυτόν ξέρουμε πώς τους σταυρούς να αντιμετωπίζουμε. Κι όσα τους συνοδεύουνε. Τα πόδια Του φιλάμε. Αύριο θα αναστηθεί. Το ίδιο κι η ζωή μας. Μικρή, κολλημένη σε ακόμα μικρότερα. Μα τόσο σημαντική που ο ίδιος ο Χριστός τον θάνατο για χάρη της νικά.

Και ξημερώνει. Οι δρόμοι του μήνα πλημμυρίζουν από κόσμο. Με συγκίνηση, με συντριβή ή απλά από καθήκον, ατέλειωτα χείλη φιλούν το άχραντό Του σώμα. Ας είναι το φίλημα αυτό ό,τι θέλει. Τρυφερό, βιαστικό, τυπικό. Μόνο του Ιούδα να μην είναι. Περιφέρεται ο Επιτάφιος. Και μαζί με αυτόν περιφέρονται κι οι ψυχές μας. Γεμάτες πάθη, λάθη, αρετές, αλαζονεία, ταπείνωση, κατάνυξη ή πλήρη άγνοια. Περιφέρονται και τα κορμιά μας. Ντυμένα απλά, ντυμένα ακριβά. Κι είναι αυτή η περιφορά μια μικρογραφία της ζωής μας, μια μικρή απεικόνιση των υπάρξεών μας. Και το βράδυ πια του Σαββάτου φοράμε τα καλά μας. Μέσα κι έξω. Και κρατάμε τις λαμπάδες αναμμένες. Κι ο Άδης επικράνθη. Κι ο Χριστός ανασταίνεται. Κι εμείς τσουγκρίζουμε στο προαύλιο της εκκλησιάς τα αυγά μας, τα κόκκινα από το αίμα Του και λέμε Χριστός Ανέστη. Κι εκεί στο Αληθώς, χαμογελά ο Απρίλης, ενώ αρχινά η Λειτουργία του Πάσχα…





Χρυσή Μαρούση
Συγγραφέας

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

ΜΑΡΤΗΣ





Περπατώ στον Μάρτη. Αφήνω τα βήματά μου να με ξεναγήσουν στα δρομάκια του που είναι μικρά και ταπεινά, όμως πλημμυρισμένα ήλιο και φως κεριών. Μυρωδιά θυμιάματος και λουλουδιών. Στολισμένα ομορφιά, ταπείνωση και δάκρυα. Ναι, δάκρυα. Πολύτιμα, αληθινά, απαραίτητα. Δεν τα φοβάμαι τα δάκρυα. Ποτέ δεν τα φοβήθηκα. 

Πλήθος Αγίων με χαιρετούν στο διάβα μου. Πρότυπα. Παραδείγματα. Φάροι και σηματοδότες. Συνοδοιπόροι. Φίλοι. Κι ανάμεσά τους οι Απόκριες. Για άλλους αφορμή νηστείας. Για άλλους ξεφαντώματος. Ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας. Ή ό,τι νομίζει πως έχει. Σε κάποιους είναι δυσάρεστο το μασκάρεμα. Ανασαίνουν με δυσκολία πίσω από το ξένο σώμα της μάσκας. Ιδρώνουν και ασφυκτιούν. Κάποιοι άλλοι, μόνο τότε ανασαίνουν. Το αληθινό τους πρόσωπο το φοβούνται. Το περιφρονούν, το απεχθάνονται. Λες κι αν το αντιμετωπίσουν στα ίσια, αν βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με τον ενδότερο εαυτό τους, θα αντικρύσουν το γερασμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι. Στο όνομα, λοιπόν, της Αποκριάς, κάποιοι μεθούν από κρασί και κάποιοι από κατάνυξη. Κάποιοι ξεφεύγουν από την ζωή και την βαρετή επανάληψή της και κάποιοι την ανακαλύπτουν στην πιο αληθινή της μορφή. Οι πρώτοι χορταίνουν το κορμί, οι δεύτεροι την ψυχή τους. Οι πρώτοι ντύνονται στολές και ρούχα περίτεχνα, οι δεύτεροι θεία χάρη κι ευλογία. Όλα είναι θέμα οπτικής. Επιλογών. Πάντα. Και πάλι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ούτε αυτονόητο. Γυμνοί να μην μείνουμε μόνο, να μην παγώσουμε. Κάτι να βρούμε να τυλιχτούμε.


9 Μαρτίου. Υποκλίνομαι στο μεγαλείο της γυναίκας. Καθεμία μοναδική, καθεμία ανεπανάληπτη όπως κάθε άνθρωπος, όπως κάθε ψυχή! Είναι λένε η γιορτή της. Μια μέρα αφιερωμένη σε αυτήν. Ψέμματα λένε. Όλος ο Μάρτιος είναι αφιερωμένος σε μια γυναίκα, σε εκείνη που επέστρεψε τον άνθρωπο στον Παράδεισο. Την Παναγία. Κι επειδή δεν φτάνει, δεν είναι αρκετός, ζητά και την συνδρομή του Απρίλη. Να, λοιπόν, κι οι Χαιρετισμοί Της. Πόσα Χαίρε, πόση χαρά… Το αλφάβητο αποκτά άλλη σημασία και με καλεί να το μάθω απ’ την αρχή για χάρη Της. Χαιρετισμοί κι αποχαιρετισμοί, πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουν τις ίδιες μέρες στα ίδια μέρη. Τόσο κοντά οι δυο τους. Μόνο μια πρόθεση τους διαφοροποιεί. Χαμογελώ. Πάντα η πρόθεση. Αυτή πίσω από όλα. Καλή ή όχι, πάντα αυτή είναι που μετρά… Παίζει, θαρρείς, την αριθμητική στα δάχτυλά… Χαιρετώ λοιπόν κι εγώ την κάθε Παρασκευή και βουτώ με προθυμία στο απύθμενο βάθος του Ακάθιστού της Ύμνου.


Στη στροφή, συναντώ το Ψυχοσάββατο. Τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησία, όταν τα χείλη του ιερέα προφέρουν τόσα ονόματα και το σιτάρι γίνεται ένα με την κανέλα, την άχνη, τις σταφίδες και όλα τα άλλα υλικά, δεν ξέρω να πω ποιες ψυχές είναι εκείνες που χορταίνουν και ευφραίνονται περισσότερο. Των κεκοιμημένων ή των ζωντανών.... Η δική μου πάντως χορτάτη, δίνει ραντεβού με τη συγνώμη. Ο Εσπερινός της Συγχωρήσεως. Της άγιας συγχώρεσης, της αληθινής, της ανυπόκριτης, της γενναιόδωρης. Αυτής που ξεπερνά φόβους, πληγές κι εγωισμούς, αυτής που αγκαλιάζει τον φταίχτη και δεν τον καταδικάζει, αυτής που νοηματοδοτεί και δίνει αξία στην μετάνοια του. Κάθε μέρα τα χείλη μας ψιθυρίζουν «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·» είναι φορές που το υποστηρίζει κι η ψυχή μας. Κι είναι αυτή η πιο σπουδαία προσευχή μας.

Κι ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα. Γεμάτη η ζωή μας από στιγμές χαρταετούς. Επιτυχίες, αποτυχίες, χαρές, λύπες, εκπλήξεις, απογοητεύσεις. Ένας χαρταετός κι εμείς. Άλλοτε πετάμε ψηλά, άλλοτε σερνόμαστε στο χώμα, πέφτουμε, χτυπάμε, απολαμβάνουμε την θέα, χαιρόμαστε το χάδι του ήλιου, το φύσημα του ανέμου, την παράξενη, απροσδόκητη ομορφιά που έχει το χώμα όταν το δεις πρόσωπο με πρόσωπο. Μπλεκόμαστε σε κλαδιά, καμιά φορά σκίζουμε και λίγο το υλικό μας. Κατά κύριο λόγο κινούμε εμείς τα νήματά μας, άλλες φορές πάλι γινόμαστε έρμαια στα κέφια του αέρα. Δεν πειράζει, όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι. Καλό μας ταξίδι σε όποια φάση κι αν είμαστε. Σημασία έχει μόνο ένα πράγμα. Είμαστε φτιαγμένοι για να πετάμε ψηλά. Πάντα ποθούμε τον ουρανό και το φως του... Κι αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Κι αυτό τα αλλάζει όλα.

Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Νηστεύουμε τα πάθη, τις θλίψεις, την κακία. Η ζυμαρένια κυρά-Σαρακοστή, με τα εφτά της ποδαράκια και το ξεχασμένο στόμα ψήνεται στον φούρνο και μοσχοβολά όλο το σπίτι. Αχ, να της έμοιαζα λίγο, εύχομαι. Με έξι πόδια να έτρεχα με συναίσθηση στο δράμα και το πάθος. Με το έβδομο να άγγιζα την Ανάσταση. Και το στόμα ήσυχο, συνειδητοποιημένο, να ξέρει πότε να ανοίγει και τι να πει. Με διάκριση κι αγάπη να μοιράζει τις λέξεις. Κι ο σταυρός εκεί. Στο χέρι, στο κεφάλι, στην ψυχή. Σε μια πορεία στον Γολγοθά που πάντα τηρεί όσα φωτεινά υπόσχεται… Ένας περίπατος η ζωή, όλο σταυροδρόμια και μονόδρομους, λεωφόρους και αδιέξοδα. Πεζοδρόμια και άσφαλτο… κι αυτή να επιλέγει πάντα τον ίδιο δρόμο. Κι εγώ περαστικός διαβάτης, βάζω τα πιο άνετά μου παπούτσια και την ακολουθώ.

Και καταφτάνει κι η παγκόσμια μέρα της ποίησης. Φοράμε όλοι τα καλά μας και την υποδεχόμαστε με χαρά. Γιορτάζουμε βλέπεις. Στίχοι είμαστε στο ατελεύτητο ποίημα της ζωής. Σε ένα ποίημα που γράφεται λεπτό το λεπτό, βλέμμα το βλέμμα, με λέξεις ή σιωπές, αιώνες τώρα και θα γράφεται «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Στίχοι όλοι μας ή κομμάτι τους. Άλλος κόμμα, άλλος τελεία, κάποιος αποσιωπητικό. Ρήμα, επίθετο, πρόθεση ή μετοχή. Παύση. Ίσως τόνος. Ή αστερίσκος. Και κάποιοι το κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στον τίτλο και το ποίημα. Βαδίζω και στην πραγματικότητα, πέρα από τον χρόνο. Περνώ έξω από το δημοτικό που πήγαινα. Ίδιο το κυρίως κτίριο. Οι σκάλες οι τεράστιες των παιδικών μου χρόνων, μικρά σκαλιά μπροστά μου. Θυμάμαι τα πρώτα ποιήματα που έλεγα, την περηφάνια μου στην έπαρση της σημαίας, τη συγκίνηση στο άκουσμα του εθνικού μας ύμνου. Θυμάμαι και τις παρελάσεις. Με πόσο δέος συμμετείχα σε αυτές. Και πόσο καλά το έκρυβα, μην με πάρουν στο ψιλό οι συμμαθητές μου. Άραγε μοιραζόμασταν τις ίδιες σκέψεις; Ένιωθαν το ίδιο; Παίζαν κι αυτοί κρυφτό; 25η Μαρτίου. Αναρωτιέμαι πόσες μορφές έχει η σκλαβιά και πόσο αγώνα, «αρετή και θάρρος», όπως λέει κι ο ποιητής, η ελευθερία. Σε κάθε της μορφή. Εκείνη του μυαλού. Του κορμιού. Της ψυχής. Του ανθρώπου. Της κοινωνίας. Των λαών και των πατρίδων. Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Ένας Αρχάγγελος να συναντά την πιο αγγελική ψυχή που γνώρισε ο κόσμος. Συγκλονιστικό αντάμωμα. Εγκυμονεί την πιο χαρμόσυνη είδηση. Κυοφορεί την σωτηρία του κόσμου. Γεννά την ελπίδα. Τα μαθήματα μιας ολόκληρης ζωής, ενός ολόκληρου κόσμου σε λίγα μόλις λόγια και κινήσεις Της. Σε ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού Της.

Κι ο δρόμος με βγάζει στην τελευταία μέρα του. Την τελευταία Κυριακή. Της Σταυροπροσκυνήσεως. Και ξεκάθαρα βλέπω την Ανάσταση που μας προσμένει, καθώς σκύβει και δίνει την σκυτάλη σε έναν κατανυκτικό, ευαίσθητο Απρίλη.

Τραβώ δυο κλωστές από το φουστάνι του Μάρτη και τις πλέκω. Τις κάνω ένα με σκέψεις, αισθήματα και λέξεις. Τις δένω στον καρπό μου και τον κουβαλώ ολόκληρο σ’ ένα μικρό βραχιόλι χειροποίητο. Κόκκινο και άσπρο. Ένα μήνα όλο πάθος κι αθωότητα…




Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Περπατώ...



Περπατώ στην παραλία. Βλέπω τη θάλασσα. Φλεβάρης. Ένας μήνας συνυφασμένος με τον έρωτα. Έρωτας… Επί πόσα χρόνια τους έβλεπα όλους να κολυμπούν στη θάλασσά του με ενθουσιασμό, να ρίχνονται στα κύματά του δίχως δεύτερη σκέψη… Να τον αφήνουν να τους παρασέρνει όλο και βαθύτερα, σε σημεία άπατα, με νερά μαύρα και τρομακτικά. Τους έβλεπα άλλοτε να διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Άλλοτε να επιζητούν τον χαμό τους. Ενίοτε να αδιαφορούν για την τύχη τους, να γεύονται απλά τη στιγμή. Να θαλασσοπνίγονται και να επιστρέφουν πίσω στην ακτή καραβοτσακισμένοι, ξέπνοοι, σχεδόν νεκροί. Τους έβλεπα να πνίγουν ο ένας τον άλλο, να κολυμπάν σε αντίθετες κατευθύνσεις, πλοία με διαφορετικές πορείες πλεύσης, αναγκασμένα παρόλα αυτά να ταξιδεύουν μαζί.

Έβλεπα κι εκείνους που απλά τσαλαβουτούσαν στα ρηχά. Που έπαιζαν ανέμελα μέχρι εκεί που μπορούσαν να φτάσουν ασφαλείς. Εφοδιασμένοι με κουβαδάκια κι εξοπλισμό παραλίας, δεν κινδύνευαν, μα ούτε στερούνταν. Σαν παιδιά γνώριζαν την ομορφιά και την αξία της θάλασσας, μα τα μάτια τους και η ψυχή τους ποτέ δεν θα την αξιώνονταν στο απόλυτο, κρυφό της μεγαλείο.

Παραπέρα κάποιοι απλά βουτούσαν τα πόδια τους στο κύμα και στα βότσαλα. Άλλοι μάζευαν πετραδάκια και κοχύλια, μικρά, πολύτιμα αναμνηστικά ενός ταξιδιού που ποτέ δεν θα επιχειρούσαν να πραγματοποιήσουν. Κάποιοι έχτιζαν πύργους στην ακροθαλασσιά, όνειρα από άμμο που τα διέλυε η αλμύρα. Άλλοι αρκούνταν στη θέα, αναρωτιόντουσαν πόσο κρύο ήταν το νερό κι όλο και καθυστερούσαν να μπουν.

Άλλοι περίμεναν με αφέλεια το κύμα να έρθει σε αυτούς. Κανείς δεν είχε βρεθεί να τους πει πως έπρεπε να το διεκδικήσουν, πως όφειλαν να προσπαθήσουν για αυτό. Πότε πότε τους χάιδευε για λίγο το νερό, μικρά, ανώδυνα φλερτ που δρόσιζαν για λίγο την απότιστη, στεγνή ζωή τους κι αναζωογονούσαν το είναι τους.

Συνάντησα και νέους στολισμένους, παστωμένους αντηλιακό, μη τυχόν αρπάξουν και καούν, ντυμένους με ευφάνταστα, χρωματιστά μαγιό να μπαίνουν στο κύμα. Κάποιοι απλά επιδείκνυαν το κορμί και το μαγιό τους, έκαναν πασαρέλα κι ούτε καταλάβαιναν την ουσία του πράγματος, ερωτευμένοι ως άλλοι, σύγχρονοι Νάρκισσοι, σαφώς κατώτεροι του αληθινού, με την ίδια τους την εικόνα. Με τρόμαζε η ωραιοπάθεια ορισμένων ανθρώπων, που στην πραγματικότητα ήταν μέτριοι, αδιάφοροι έως και άσχημοι… Να προσπαθούν, να στηρίζουν όλη τη ζωή στην εικόνα τους, να θεοποιούν το σώμα τους κι όλα αυτά για κάτι τόσο κενό…

Έβλεπα άλλους μες στην πολυτέλεια και την ασφάλεια ενός ακριβού σκάφους να αρμενίζουν στα πιο όμορφα και φωτεινά σημεία του ωκεανού, χωρίς αλίμονο, στιγμή να τον αγγίξουν. Υπήρχαν, βέβαια, κι εκείνοι οι λιγοστοί που το έκαναν, με θεαματικές βουτιές που έκοβαν την ανάσα, μα πάντα μόνοι, χωρίς το δεύτερό τους ήμισυ, με άλλα, ξένα μισά. Νέα, όμορφα, σφριγηλά, περαστικά πάνω στο κολύμπι. Ή απλά για όσο διαρκεί το κλικ της μηχανής. Έπειτα το ανέβαζαν στο instagram καρτερώντας τα likes.

Λίγοι θαρραλέοι, για τους πολλούς παράτολμοι, βουτούσαν στον βυθό του. Κάποιοι φορτωμένοι μάσκες, οξυγόνο, ντυμένοι με στολές κατάδυσης. Κάποιοι αφελείς με μόνο σύμμαχο τα γερά πνευμόνια τους. Έβλεπα κι αυτούς που τα κατάφερναν να περνούν απέναντι, σε φαινομενικά άπιαστα, όμορφα νησιά όπου έχτιζαν σπιτικά ζεστά, ευλογημένα, αξιοζήλευτα…

Τέλος ήσουν κι εσύ… Όρθιος στην αμμουδιά, θαύμαζες τη θέα. Σου έκοβε την ανάσα. Ήθελες όσο τίποτα να μπεις μέσα και να αφεθείς σε αυτά τα άγνωστα νερά. Μα σε απέτρεπε το ίδιο το επίθετο που τα συνόδευε, η ίδια η λέξη από μόνη της σε αποθάρρυνε: άγνωστα… Θαύμαζες με αναίτιο πάθος αυτούς που κολυμπούσαν μέσα με δεξιοτεχνία. Όπως θαυμάζει κανείς κάποιον που επιδίδεται με επιτυχία σε κάποιο  extreme sport. Ή τους ολυμπιονίκες που κατακτούν τα μετάλλιά τους. Τί είδους άνθρωποι ήταν εκείνοι  που το τολμούσαν και το απολάμβαναν κιόλας; Σίγουρα πάντως εσύ δεν ήσουν έτσι… Από τι υλικό ήταν άραγε φτιαγμένη η ψυχή τους; Άντε πάλι αυτή η εμμονή με το υλικό…

Γιατί στην ευχή, εσύ σκεφτόσουν πάντα τόσο; Γιατί τα ανέλυες όλα; Γιατί προνοούσες για το παραμικρό; Γιατί λάμβανες υπόψιν σου και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια; Γιατί δεν μπορούσες απλά να αφεθείς και να ζήσεις;

Αρχικά θαύμαζες όσους το έκαναν. Μετά άρχισες να τους ζηλεύεις. Τελικά κατέληξες να απαξιώνεις τη θάλασσα του έρωτα. Μια χαρά ήσουν μόνος σου στο βουνό της αυτάρκειάς σου. Από εκεί έβλεπες τη θάλασσα σαν μια μικρή, αμελητέα γαλανή γραμμή στον ορίζοντα, μια τόση δα πινελιά στο κάδρο της ζωής σου… Την αντιμετώπιζες σαν ένα όμορφο δώρο των διακοπών. Δυο τρεις βουτιές και μπόλικη ηλιοθεραπεία. Πάντα με προφυλάξεις, υψηλό δείχτη προστασίας, για αντίστοιχο αριθμό ημερών κι ύστερα, έλεγες «καλό χειμώνα» στον εαυτό σου και του χρόνου πάλι. Κι έδειχνες ευτυχισμένος… Και δεν έψαχνες βαθύτερα… 


Popular Posts