Ο
Αύγουστος του Τσαρούχη, του Παπάζογλου και του Βασίλη Βασιλικού, ο αγαπημένος
της τέχνης, ενορχηστρωτής του καλοκαιριού, το οργανώνει, το απογειώνει και μας
το παραδίδει πανέμορφο. Από τη θέση του μαέστρου, με την μαγική του μπαγκέτα, διευθύνει
την ορχήστρα του και μας παραδίδει τριάντα μία μέρες όμοια με τη λίστα των
τραγουδιών μιας συναυλίας. Μία από τις πολλές που φιλοξενεί στην αγκαλιά του.
Ένας μήνας που
απαιτεί σαγιονάρες ή ακόμα καλύτερα πόδια γυμνά για να τρέχουν σε παραλίες, να
γεμίζουν άμμο, να πλατσουρίζουν σε νερά όλο αλμύρα, να λιάζονται σε πετσέτες,
ψάθες και ξαπλώστρες. Γεμάτος δρόμους αμέτρητους που όμως ονειρεύονται όλοι
τους έναν μόνο προορισμό, υγρό και γαλάζιο.
Οι πιο πολύτιμες
στιγμές του μυρίζουν θάλασσα. Τις περνάμε ψάχνοντας για κοχύλια και βότσαλα με
ιδιαίτερα σχήματα και ασυνήθιστες αποχρώσεις. Συχνά μας περιμένουν υπομονετικά
ανάμεσα σε φύκια, τοποθετημένα θαρρείς εκεί επίτηδες, από το χέρι κάποιου
διορατικού διακοσμητή-καλλιτέχνη. Τόσο όμορφα και ταιριαστά φαντάζουν. Άλλοτε
πάλι μας τα αποκαλύπτει το δαντελωτό μεσοφόρι της θάλασσας που μια απλώνεται
και μια τρέχει να ξεφύγει από τα πόδια μας, εκτελώντας τον φυσικό χορό της στον
μελωδικό ρυθμό των κυμάτων, μετανιώνοντας για την τόλμη της τη μιας στιγμή και
ξανατολμώντας την αμέσως επόμενη. Σαν εισπνοή κι εκπνοή, μια τα βρέχει και μια
τα εγκαταλείπει, έρχεται και φεύγει σαν την αναποφάσιστη, άστατη «Συννεφούλα»
του Σαββόπουλου: «μ’ αγαπάει την μια, την άλλη με ξεχνάει». Τρέχουμε λοιπόν να
τα προλάβουμε στην εκπνοή της, στο «μ’ αγαπάει», πριν το ξανασκεφτεί και μας τα
πάρει πίσω. Χορεύουμε στη θάλασσα με το πιο αληθινό, γάργαρό μας γέλιο. Κι
άλλοτε απλά ξεκουραζόμαστε. Γαληνεύουμε την τρικυμισμένη μας ψυχή, την
περιθάλπουμε, περιποιούμαστε τις πληγές των χειμώνων της ζωής μας. Φορτίζουμε, λοιπόν, τις μπαταρίες. Γαληνεύουμε το μέσα μας. Θαυμάζουμε την ομορφιά και
παλεύουμε να αποθηκεύσουμε σε αυτό όσες περισσότερες λήψεις και στιγμιότυπά της
μπορούμε. Να τα πάρουμε μαζί μας για να βγάλουμε τις κρύες μέρες. Μυρμήγκια εμείς,
που μαζεύουν τροφή για τον χειμώνα. Κι ο ήλιος, από κοντά, μας ακολουθεί, μας
χαϊδεύει, μας νοιάζεται. Μας γεμίζει φως και διώχνει ό,τι έχουμε από σκοτάδι.
Αφήνει μόνο την σκιά μας σκοτεινή, να κοσμεί την αμμουδιά, σε ένα κινούμενο,
ευμετάβλητο, αδιάκοπα εναλλασσόμενο έργο τέχνης.
Θάλασσα λοιπόν. Συνώνυμο του Αυγούστου. Κι όσοι
δεν το μπορούν να την γευτούν, με μια ευχή κοιμούνται. Να περνούσαν κάθε μέρα
του καλοκαιριού με την αλμύρα της στα χείλη τους, την άμμο της στα πόδια, τις
χούφτες τους γεμάτες από τα όστρακα και τα κοχύλια της, με τον ήχο των κυμάτων
της στα αφτιά, ως το απόλυτο hit του
καλοκαιριού... Όπως τότε που ήτανε παιδιά...
Μες στην
ατέλειωτη χαρμολύπη του κάθε μέρα, στη θάλασσα της ζωής που επιμένει πεισματικά
να συνεχίζει και να προχωρά, Φαρισαίοι, Πόντιοι Πιλάτοι κι αθώοι αμνοί την ίδια
στιγμή, υποδεχόμαστε τον Αύγουστο της Παναγίας. Μια ευχή ακούγεται από κάθε
άκρη της χώρας. Μια ευχή πανέμορφη μες στην απλότητά της: Καλή Παναγιά. Καθημερινά
τα απογεύματα στολίζονται από τις παρακλήσεις μας σε Αυτήν. Όσα
ασφυκτιούν μέσα μας παν να Την ανταμώσουν.
Τόσες απεικονίσεις, τόσα ονόματα, τόσες ψυχές, τόσοι αιώνες. Κι όμως για τον
καθένα μας είναι μόνο μία κι καθένας μας μοναδικός για Εκείνη. Όπως κι
αν Την φωνάξουμε, Εκείνη θα μας απαντήσει. Κι αν τη φωνή μας χρόνια έχει να
ακούσει, θα την αναγνωρίσει πριν καν να ακουστεί. Κι αν δεν Την καλέσαμε
καιρό, ποτέ δεν μας παρεξηγεί, τρέχει
στο κάλεσμά μας. Κι αν είν’ το βλέμμα μας καθαρό ή θολό, δεν θα μετρήσει, παρά
στα μάτια θα μας δει. Κι αν είναι ακατάστατη η
ψυχή μας, κι αν είν’ συγυρισμένη, Αυτή θα την επισκεφτεί κι ούτε θα το
προσέξει. Κι αν είν’ μεγάλη ή στενή, δεν θα υπολογίσει, θα έρθει να
εγκατασταθεί. Στην πιο μεγάλη μας χαρά, στην πιο βαθιά μας λύπη, η αγκαλιά Της
ανοιχτή. Είτε ουρλιάζουμε είτε σιωπούμε, ακούει την προσευχή μας. Κι αν
κρύβουμε, θάβουμε, κρυβόμαστε, Αυτή ξέρει πού είμαστε. Κι αν αγαπάμε, κι όταν
μισούμε, η αγάπη Της μαζί μας. Από την κόγχη του ιερού, μας χαιρετά, μας
γνέφει, μας αγγίζει. Μες στα δωμάτιά μας ζει, πάνω σε ξύλο καρυδιάς, σε ένα
καρφί στον τοίχο. Μες στης ψυχής την εκκλησιά, για πάντα θα γιορτάζει.
Κι
ακολουθεί η πανσέληνος του Αυγούστου, υπομονετικά μας περιμένει.
Ματωμένη ή
αναίμακτη, φωσφορούχα ή χλωμή, ολόγιομη
ή όχι, φωταγωγεί τις ψυχές, και τα όνειρά μας, τα μεράκια και τους καημούς και
τα καταφέρνει, αν όχι να κλέψει ολοκληρωτικά την παράσταση, τουλάχιστον να
ανταγωνιστεί ισότιμα τον καυτό του ήλιο. Και μας δίνει κάθε χρόνο ραντεβού, σε
όποιο μέρος κι αν βρεθούμε, για να μας γητέψει και πάλι απ’ την αρχή με τον
απόκοσμο μα οικείο, ίδιο κάθε φορά, τρόπο. Κι εμείς πιστοί πάντα στο ραντεβού
μας, δεν το στήνουμε ποτέ. Στήνουμε τις κάμερές μας και την φωτογραφίζουμε πάλι
και πάλι, εκ νέου, λες κι είναι κάτι το πρωτόγνωρο, που δεν το έχουμε ξαναδεί.
Κι ανανεώνουμε τους όρκους μας μαζί του, σαν άβγαλτοι, ερωτευμένοι έφηβοι.
Και φυσικά, έτσι όπως σεργιανάς μαγεμένος μες
στα στενά του Αυγούστου, πέφτεις οπωσδήποτε και πάνω στις Περσείδες. Ή πιο
σωστά, εκείνες πέφτουν πάνω σου. Η ονειρική βροχή των διαττόντων αστέρων. Τις
αποκαλούν πεφταστέρια. Δεν πρόκειται, όμως,
για καταιγίδα, σιγανοψιχάλισμα ή περαστική μπόρα. Ούτε για ξεπεσμένα ή
έκπτωτα άστρα. Ούτε για κάτι μαγικό, ένα ουρανοκατέβατο τζίνι που πραγματοποιεί
ευχές κι εκπληρώνει κρυφές επιθυμίες. Για κάποιους είναι απλά υπολείμματα
κομήτη. Για την πλειοψηφία ένα μαγευτικό θέαμα. Όπως το δει κανείς, ό,τι χροιά
επιλέξει να του προσδώσει. Κάθε πράγμα, συναίσθημα, αντικείμενο, πρόσωπο, ζωγραφίζεται
με τις λέξεις που εμείς επιλέγουμε, ντύνεται τα ρούχα που προτιμάμε, υιοθετεί
την αύρα που μόνοι μας θελήσαμε. Άγραφο
κεφάλαιο ο Αύγουστος, με φύλλα αδειανά. Στο χέρι μας είναι να τον ζήσουμε όπως
θέλουμε και να βάψουμε τις σελίδες του με τα χρώματα που αγαπάμε. Λουσμένοι από
αστέρια.
Φτάνοντας
σε ένα απόμερο σταυροδρόμι, που το κάθε του παρακλάδι οδηγεί και σε μια
διαφορετική, πολλά υποσχόμενη. Παραλία, στέκομαι να πάρω μια ανάσα. Σκουπίζω
τον ιδρώτα μου με την αναστροφή της παλάμης μου και τότε το συνειδητοποιώ.
Καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο ξεχωριστός μήνας ο Αύγουστος. Το νιώθουμε πως
ακολουθεί το φθινόπωρο, κι ίσως αυτό ακριβώς να τον κάνει τόσο ανεκτίμητο. Να
μας κάνει να τον ζούμε πιο έντονα, να τον απολαμβάνουμε με κάθε μας κύτταρο, να
προσπαθούμε να μην αφήσουμε λεπτό να πάει χαμένο, ανεκμετάλλευτο,
πεταμένο. Μαντεύουμε ότι πίσω από αυτή
τη γενναιόδωρη φωτοχυσία, κρύβονται οι μελαγχολικές, συννεφιασμένες μέρες του
Σεπτέμβρη. Ένας πανέμορφος Δούρειος Ίππος, αυτό είναι στην τελική ο Αύγουστος.
Κι εμείς το ξέρουμε, μα δεν μας νοιάζει. Τον καλοδεχόμαστε όμοια με τον
παρακινδυνευμένο έρωτα και αφηνόμαστε να τον απολαύσουμε για όσο κρατήσει. Για
να έχουμε κάτι να μας ζεσταίνει στο κρύο που θα ακολουθήσει. Κι ας ξέρουμε καλά
πως ο Αύγουστος κρατάει πάντα τριάντα μία μόνο μέρες.
Χρυσή Μαρούση
συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου