μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

ΜΑΪΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΜΑΡΟΥΣΗ




Η ζωή μας ένας δρόμος είναι αν το σκεφτείς. Εμείς σχεδιάζουμε τη διαδρομή. Κάποτε μας βγαίνει όπως τη θέλουμε. Κάποτε πάλι, όχι. Χωμάτινος άλλοτε ο δρόμος μας, άλλοτε τσιμεντένιος. Αδιάφορος ή ονομαστός. Μικρού χωριού ή πόλης τεράστιας. Ξεφυτρώνει ανάμεσα σε άνθη κι όλες τις αποχρώσεις του πράσινου ή ασφυκτιά ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μαγαζιά. Σκονισμένος ή καθαρός. Φροντισμένος ή παρατημένος στο έλεος του Θεού. 
Τον βαδίζω πάντοτε με αγάπη. Ο καθένας τους κάτι μου θυμίζει. Ο καθένας κάτι μου χει δώσει. Σε κάποιον έπαιξα, σε κάποιον έκανα φίλους. Σε αυτόν, μωρό ακόμα στο καρότσι, βρέθηκα. Κάπου ερωτεύτηκα, παρακάτω πληγώθηκα. Εδώ βιάστηκα, εδώ χασομέρησα. Κάπου εδώ έχασα, εκεί απέναντι αδικήθηκα. Κι εκεί πέρα αδίκησα εγώ. Αποχωρίστηκα. Έκλαψα. Γέλασα. Ονειρεύτηκα. Έπεσα. Σηκώθηκα. Στάθηκα για καιρό ακίνητη. Τελικά προχώρησα.
Αλλάζουν οι εποχές, τα πρόσωπα που με πλαισιώνουν, τα χέρια που κρατώ, τα χέρια που αφήνω… Αλλάζω κι εγώ. Εξωτερικά κι εσωτερικά. Στην επιφάνεια και στην ουσία. Αλλάζουν οι μέρες, οι μήνες, τα πάντα. Μια ατελείωτη εναλλαγή τόπων, τοπίων, διαθέσεων και στιγμών. Και να που βρίσκομαι στον Μάη. Μονοπάτια γεμάτα λουλούδια με καλωσορίζουν. Χεράκια παιδικά, επί το πλείστον, στολισμένα την Άνοιξη. Ομορφιά. Αρώματα. Εικόνες. Αγγίγματα. Όλες μου οι αισθήσεις σε επαγρύπνηση. Πόση τέχνη σκορπισμένη παντού. Πόση κρυμμένη σε πέταλα, φύλλα και στημόνες. Στον τρόπο που ένας μίσχος υποκλίνεται. Σε κάθε χορευτική ανταπόκριση του χορταριού στη μουσική του ανέμου. Βαδίζω και μαζεύω. Στην Πρωτομαγιά της ζωής μου, συλλέγω τις πιο μεγάλες στιγμές μου. Τις δύσκολες τις χρησιμοποιώ για να φτιάξω τον σκελετό του στεφανιού μου. Τις ευγενικές, τις στολίζω αντί για λουλούδια πάνω σε αυτόν. 
Πλέκω. Ματιές. Αθώες. Λάγνες. Παρακλητικές. Κουρασμένες. Συγχωρητικές. Τρυφερές. Ενοχλημένες. Χαμόγελα. Ενθαρρυντικά. Αμήχανα. Ικανοποιημένα. Ικανοποιητικά. Υποκριτικά. Επιβεβλημένα. Τέλεια. Αγκαλιές. Σφιχτές. Χλιαρές. Καθησυχαστικές. Παθιασμένες. Διαλυμένες. Γνήσιες. Λέξεις. Αιχμηρές. Εύηχες. Αδιάκριτες. Προσεκτικές. Απωθητικές. Ευπρόσδεκτες. Αδιάφορες. Στιγμές. Κερδισμένες. Χαμένες. Μοιρασμένες. Ξεχασμένες. Ανούσιες. Ανεκτίμητες. Έτοιμο το στεφάνιο μου. Το φορώ στα μαλλιά μου. Αγκάθια κι άνθη πλεγμένα και τελικά μπλεγμένα σφιχτά μεταξύ τους. Δεν ξεχωρίζουν πια. Όπως οι άνθρωποι κι οι ματιές τους. Όπως τα χαμόγελά τους. Οι αγκαλιές. Οι λέξεις. Οι στιγμές. Οι ζωές κι οι ψυχές τους. Χαμογελώ και γίνομαι φωτογραφία. Μετά το κρεμώ στην εξώπορτά μου. Θα το αφήσω εκεί ώσπου να μαραθεί… Μετά θα φτιάξω άλλο. Τώρα πια έμαθα να πλέκω.




Σταυροδρόμια, μονόδρομοι. Παράδρομοι, λεωφόροι. Αδιέξοδα. Όπου κι αν βρεθώ, όπου κι αν στρίψω, όπου κι αν με οδηγήσουν τα βήματά μου, ο Μάης πανέμορφος με περιμένει. Με στεφάνια, ήλιο και φως. Το πιο ρομαντικό κι ερωτεύσιμο παιδί του χρόνου με καλεί να το ερωτευτώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Κι εγώ του παραδίδομαι, μεθυσμένη από αρώματα και χρώματα. Πώς να του αρνηθώ;
Γύρω μου άνθρωποι φτωχοί κι άνθρωποι ευκατάστατοι, τα ίδια λουλούδια κόβουν. Νέοι, γέροι και παιδιά, παιδιά όλοι τους στην ψυχή. Φημισμένοι κι αφανείς, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Γενναίοι και φοβισμένοι κοιτούν τον ήλιο. Δυναμικοί κι ευαίσθητοι, το έθιμο κρατούν. Μου αρέσει αυτή η εικόνα, βρίσκω όμορφη αυτή τη σκέψη και τις παίρνω από το χέρι. Βαδίζουμε μαζί σε έναν μήνα τρυφερό, λουλουδιασμένο. Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος για να τιμήσει κανείς την μητρική αγάπη.
Και φτάνουμε στο πιο όμορφο σημείο της πόλης. Στον προορισμό, στην Ιθάκη, στο σπιτικό μας. Στη γιορτή της μητέρας. Για την εκκλησία μας είναι η ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού. Τις γιορτάζω και τις δυο. Με άλλη διάθεση κι άλλη βαρύτητα την κάθεμια. Και προσπαθώ να το κάνω κάθε μέρα. Δεν το καταφέρνω πάντα, μα επιμένω. Εγώ φυτεύω κι ό,τι ανθίσει… 
Μαμά, έχεις χρόνια που έφυγες, μα ακόμα εδώ είσαι. Κανένας δεν μπορεί να σε πάρει. Ούτε τα χρόνια, ούτε η απουσία σου, ούτε ο θάνατος ο ίδιος. Ποιος θάνατος; Ολοζώντανη είσαι, πιο κοντά μου από ποτέ. Είμαι εσύ όταν μιλώ στην κόρη μου, κι εγώ είμαι εκείνη. Σαν τη φροντίζω, όταν για αυτήν ανησυχώ. Σαν καμαρώνω. Και είναι κάτι βράδια που στην ψυχή μου στρώνεις να ξαποστάσεις, αφού το όνομά σου φέρει γύρους στους κόμπους του κομποσκοινιού, στον κόμπο του λαιμού μου, σε εκείνους των δακρύων. 
Μαμά. Λέξη που είπαμε, που μας είπαν, που μας λένε, που κάποιοι ποτέ δεν αξιώθηκαν να πουν, ή δεν θα πουν ποτέ ξανά. Που κάποιες όσο κι αν θέλουν ποτέ δεν θα ακούσουν. Που κάποιες παλεύουν για να φανούν αντάξιές της. Λέξη που μας γεννά χαμόγελα, πόνο, καημό, λαχτάρα. Για τον καθένα μας έχει άλλη μορφή, μία και μόνο, εκείνη της μαμάς μας. Κι είναι πάντα η ομορφότερη. Κι είναι πάντα η μία. Κι είναι πάντα η μόνη.
Κι είναι η λέξη που συνώνυμο δεν έχει. Αυτό σκέφτομαι και προχωρώ. Περνώ έξω από μια εκκλησία. Μπαίνω, ανάβω ένα κερί. Το βλέπω να λιώνει. Χαζεύω λίγο τον αχνό της φλόγας. Και μια ολόιδια φλόγα ανάβει στην καρδιά μου. Κι όμως έχει, χαμογελά η ψυχή μου, ενώ προσκυνώ την εικόνα της Παναγίας.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Popular Posts