μενού

Αρχική Γνωρίστε μας Η Ψιλή κουβέντα Τέχνες

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

"Η Χριστάνασα" της Πόλυς Μίλτου



Είχε βγει στην αυλή να στολίσει τον χιονάνθρωπό της. Αφού, έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν την άκουγε σε αυτό το σπίτι. Τα νεύρα της ήταν από το πρωί τσιτωμένα και από τη βιασύνη της τον χαλούσε αντί να τον φτιάξει. Έτσι της ερχόταν να του δώσει και μια κλωτσιά, να τελείωνε με δαύτον. Απαίτηση της μαμάς, βλέπεις, ο χιονάνθρωπος στην αυλή, κάθε χρόνο με το πρώτο χιόνι. Και στόλιζαν και το δέντρο δίπλα του και έβαζαν και ένα σωρό φωτάκια τριγύρω για να λάμπει ο κήπος όλες τις νύχτες των εορτών. Του αδερφού της του μεγάλου το παράθυρο, ήταν αυτό που έβλεπε στην μπροστινή μεριά της αυλής και έπρεπε να μπορεί να τα βλέπει και να χαίρεται. Έπρεπε... έπρεπε... έπρεπε... Σαν θυμήθηκε αυτή τη λεξούλα, την κυρίευσε ένα κύμα θυμού και άρπαξε τη σκούπα να τσαλακώσει τον χιονάνθρωπο, να τον κάνει αγνώριστο, να μη χαίρεται ο αδερφός. Δεν ήταν ζήλια. Τι να ζήλευε από το λωλό; Ο αδερφός της ο Νικόλας είχε γεννηθεί με σύνδρομο Down και σιγά μην ένιωθε και μην καταλάβαινε. Άλλο ένα κουσούρι στην πλούσια οικογένεια των Παυλόπουλων. Αλλά, τι την ένοιαζε τι είχε ο αδερφός; Εκείνον τον φρόντιζε πάντα η παιδαγωγός- νοσοκόμα του και ήταν ήσυχος σαν αρνάκι. 'Ετσι κι αλλιώς, είχε μείνει μωρό. Αυτή όμως μεγάλωνε και έφερνε πάνω της τη ρετσινιά. Της είχαν δώσει ένα όνομα, μα τι όνομα... "Χριστάνασα!" μουρμούρισε με φωνή πνιγμένη από οργή που έβραζε μέσα της. "Άκου, Χριστάνασα! Όνομα είναι αυτό πια; Και τους το λέω, θέλω να το αλλάξω, να το μικρύνω έστω. Ένα Κρίστα, ας πούμε, ένα Νανά, ένα Σάσα... Με κοροϊδεύουν παντού και δεν εννοούν να με καταλάβουν."
Άρχισε να μουγκρίζει και να χτυπάει με μανία ό,τι έβρισκε μπροστά της. Όχι τον χιονάνθρωπο, όχι. Εδώ που τα λέμε, τον αγαπούσε τον αδερφό της πολύ και ήθελε να τον βλέπει να χαίρεται. Χτυπούσε και ξερίζωνε από τις βραγιές κάθε λουλουδάκι που πάγωνε κάτω από το βάρος του χιονιού. 
"Δε με ακούνε ποτέεεε!!!...." άρχισε να ουρλιάζει άθελά της, μέχρι που βρέθηκε κοντά της η μάνα να τη μαζέψει μέσα στο καθιστικό, να μη γίνουν ρεζίλι σε όλη τη γειτονιά. "Από το πρωί όλο φωνάζεις, τι κάνεις έτσι;" τη μάλωσε ήρεμα, αλλά με εκείνο το ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση.
"Δεν ξέρεις; Αφού στο είπα χίλιες φορές, θέλω να αλλάξω το όνομα. Δεν το αντέχω, είναι κακάσχημο, παράξενο, με κοροϊδεύουν."
"Ποιοι σε κοροϊδεύουν, καλή μου; Επειδή σε ρώτησε η Άννα από πού βγαίνει το όνομά σου; Έπειτα, υπάρχουν τόσα διαφορετικά ονόματα πάνω στη γη. Δεν τα αλλάζουν οι άνθρωποι, έτσι, επειδή κάποιοι δεν μπορούν να καταλάβουν."
"Τι να καταλάβουν, μαμά; Ε; Για πες μου!"
Η Μητέρα την κοίταξε αυστηρά. Δε μάλωνε ποτέ με φωνές. Μόνο το βλέμμα άλλαζε κι αυτό έφτανε για να καταλάβουν όλοι ότι δεν ήταν ευχαριστημένη.
"Είσαι πολύ συγχυσμένη τώρα. Δεν είναι ύφος ούτε τρόπος αυτός. Εγώ σου μιλάω ήρεμα. Λοιπόν, πήγαινε πλύσου να φύγουν οι μουντζούρες από το πρόσωπό σου, προσπάθησε να ηρεμήσεις λίγο και μετά θα μιλήσουμε."
Η Χριστάνασα σηκώθηκε νευρικά, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Μόνο που μουρμούριζε καθώς προχωρούσε προς την πόρτα που έβγαζε στον διάδρομο: "Ναι, καλά! Θα μιλήσουμε... Ποτέ δε μου εξηγείς... "
"Να πας να ηρεμήσεις και να γυρίσεις εδώ με άλλη διάθεση. Και θα σου εξηγήσω τα πάντα. Άντε μπράβο!" την έκοψε η αυστηρή, αλλά πάντα χαμηλή σε ένταση, φωνή της Μητέρας.
Η Χριστάνασα είχε δίκαιο που ήταν τόσο πολύ αναστατωμένη. Εκείνο το πρωινό, προτελευταία μέρα μαθημάτων πριν την γιορτή των Χριστουγέννων, η Άννα Σιγούρου, η τάχα φίλη της, μια εγωίστρια και κακότροπη κοπέλα, παιδί κάποιου μεγαλογιατρού, είχε δημιουργήσει επεισόδιο. Πάντα τη ζήλευε και η Χριστάνασα το είχε καταλάβει από πολλά, μα έλα που τα σπίτια τους συνδέονταν με φιλία χρόνων. Κανείς δεν την άφηνε να τα χαλάσει με την Άννα. Ήταν και τα συμφέροντα στη μέση, αφού ο Πατέρας είχε φαρμακευτική εταιρεία και οι γιατροί, ιδιαίτερα, έπρεπε να είναι φίλοι του. Η Χριστάνασα είχε μόλις μπει στη Τάξη μετά το πρώτο διάλειμμα και ύστερα θα έστηναν τη σκηνή για τη γιορτή που θα γινόταν στο σχολείο τους, τους είχε πει η κυρία. Βέβαια, την παράσταση θα έκλεβαν οι μικρές Τάξεις, αλλά και η Έκτη Δημοτικού θα έπαιρνε μέρος σε κανένα  δυο ρόλους και η χορωδία θα τραγουδούσε υπέροχα τραγούδια. Ένας από τους πιο σπουδαίους ρόλους, σαν κεντρικό πρόσωπο, αυτό της Βασίλισσας του Χιονιού, είχε δοθεί στην Χριστάνασα, αφού και ταλέντο είχε και παράστημα και ήταν ξανθιά και λευκή σαν το χιόνι και τα έλεγε καθαρά και δυνατά. Αυτά όλα είχε ζηλέψει η Άννα, που ήταν κοντή, μελαχρινή και φτωχιά στην άρθρωση. Έτσι, τι βρήκε να την κοροϊδέψει; Μα... το όνομα, φυσικά.
Τα κορίτσια το ήξεραν, χρόνια τώρα ήσαν συμμαθήτριες οι περισσότερες. Η Χριστάνασα γιόρταζε κάθε Χριστούγεννα. Και η Άννα βάλθηκε πάλι να την κάνει ρεζίλι μπροστά σε όλες.
"Ε, βέβαια, ποια θα έβαζαν βασίλισσα του χιονιού; Την ανάσα. Ανάσα των Χριστουγέννων και ανάσα της βασίλισσας των πάγων, πόσο ταιριάζουν..."
Τα παιδιά, δε θέλουν πολύ για να βρουν θέμα κουτσομπολιού. Άρχισαν όλα να γελάνε και άλλα να τη φωνάζουν "ανάσα των πάγων". Και το θέμα έληξε όταν η Χριστάνασα έβαλε τα κλάματα και επενέβη η Δασκάλα με κάπως άχαρο και αδιάφορο τρόπο. Δε μάλωσε, απλά διέλυσε τη συντροφιά και απαίτησε να μην επαναληφθεί το επεισόδιο. Τόσο. Η Χριστάνασα γύρισε σπίτι με κόκκινα μάτια, βαριά καρδιά και κακιασμένη διάθεση. Η Δικαιοσύνη δεν είχε αποδοθεί. Οι φίλες της θα εξακολουθούσαν να κοροϊδεύουν, η Δασκάλα του ιδιωτικού θα εξακολουθούσε την αδιάφορη στάση της, για να μην έχει προβλήματα από τα σπίτια των πλούσιων, οι οποίοι πλήρωναν το σχολείο και εκείνη. Η εκδίκηση μέσα της είχε αρχίσει να δουλεύει σαν αρνητικό συναίσθημα, χίλια σχέδια έπλαθε το μυαλό της Χριστάνασας για να κάνει φοβερά τα Χριστούγεννα των άλλων κοριτσιών και ο θυμός ξέσπασε αμέσως μόλις μπήκε στο σπίτι. Αλλά, μήπως κι εδώ βρήκε κατανόηση; Η μαμά την άφησε να ουρλιάζει μόνη της για ώρα, να χτυπιέται και να χειρονομεί σε αόρατους αντίπαλους και μετά, σαν λαχάνιασε από το πολύ φωναχτό, της είπε ήσυχα να πάει να τακτοποιηθεί για το γεύμα. Τίποτα περισσότερο. Λέξη. Ήταν να μην οργίζεται μετά, τόσο πολύ η ψυχή της;
"Κάθισε", της είπε ήρεμα η μαμά, σαν ξαναγύρισε πλυμμένη και ντυμένη με στεγνά ζεστά ρούχα. "Μεγάλωσες πια. Τώρα μπορείςνα καταλάβεις. Ώρα να μιλήσουμε!" "Θα αλλάξω το όνομα;" ρώτησε η μικρή με λαχτάρα.
Το ύφος της Μητέρας ήταν περίεργο. Δεν καταλάβαινε άν ήταν πόνος, αγωνία ή συγκατάβαση.
"Εγώ θα σου πω τα πάντα και εσύ θα αποφασίσεις μόνη σου." Της είπε απλά και άρχισε να διηγείται με τρόπο ήρεμο, σα να ήταν ένας απλός αφηγητής στη δική τους ιστορία, μόνο που προς το τέλος, τα μάτια της, τα μάτια και των δυο τους, πλημμύρισαν και άρχισαν να τρέχουν χωρίς τελειωμό.
Η γιαγιά με το καπέλο και το παράξενο ντύσιμο, μια ζακέτα πλεχτή και από πάνω το πουκάμισο και δυο αταίριαστα παπούτσια, μπήκε σιγά στο δωμάτιο με τα βρέφη σε θερμοκοιτίδα. Κοίταξε γύρω της, έκλεισε την πόρτα και πλησίασε στην κούνια, όπου διασωληνωμένο, κοιμόταν ένα μωράκι τόσο δα. Το ύφος της άλλαξε. Έγινε απόλυτα συγκεντρωμένο στην εικόνα του, απόλυτα τρυφερό.
"Αγάπη μου, κοριτσάκι της ψυχής μου, λαχτάρα μου." ψιθύρισαν τα χείλη της και ήθελε τόσο πολύ να μπορούσε να το αγκαλιάσει και να το φιλήσει, μα ήξερε πως δε γινόταν. Όπως ήξερε πως δεν είχε καθόλου ώρα. Από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιζόταν η νοσοκόμα ή οι δικοί της και όλα θα τελείωναν. Όπως ήξερε πως δε θα μπορούσε να ξαναέρθει ποτέ πια.
"Αγαπούλα μου, είμαι η γιαγιά σου, αν ήξερες πόσο λαχταρούσα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Μα δε γίνεται. Ήρθα να σε δω, καρδιά μου, έστω για μία- στερνή φορά, Ήρθα να σου πω εσένα που δεν καταλαβαίνεις, το μυστικό μου. Έχω καρκίνο, αγάπη μου, πεθαίνω. Λίγους μήνες ακόμα είπαν οι γιατροί, μα τι τα θες; Τι σήμερα, τι αύριο... Και πονάω τόσο φρικτά! Μα δεν ήθελα να το ξέρουν τα παιδιά μου, να μην υποφέρουν. Να μην το ξέρει ο γαμπρός μου, χρυσό παιδί, μα δε θέλω να γίνω βάρος. Κάνω ότι τα έχω χαμένα, να με σιχαθούν και να ανακουφιστούν όταν θα φύγω. Αλλά, μωρό μου, ζήτησα από τον Θεό τη χάρη, να πάρει τη δική μου ανάσα από τώρα και να τη δώσει σε σένα. Ξημερώνουν Χριστούγεννα αύριο. Και ξέρεις, είδα ένα όνειρο. Ήρθε ένα αγγελάκι στον ύπνο μου και μου είπε ότι η προσευχή μου ακούστηκε, ότι θα φύγω εγώ και εσένα θα σου δοθεί η ανάσα του βρέφους των Χριστουγέννων και θα ζήσεις. Αλλάξαμε θέσεις, μωρό μου, εσύ έχεις ακόμα ζωή μπροστά σου. Εσύ..."
Η πόρτα που έτριξε πίσω της την έκανε να αλλάξει ύφος. Έκανε τη χαμένη, πως έψαχνε για κάτι...
"Μαμά, πώς βρέθηκες εδώ;"
"Εδώ; Α, εδώ έρχεστε κρυφά και ψωνίζετε... Σας έπιασα..." γέλασε η γιαγιά σα να ήταν τρελή και έκανε μια και βγήκε στον διάδρομο τραγουδώντας.
"Τι ήθελε εδώ;"ρώτησε παραξενεμένος ο άντρας.
"Μάλλον μας ακολούθησε. Ξέρεις, με την άνοια, κάνει πολλά παλαβά. Ελπίζω να μην έκανε τίποτα στα μωρά."
Βάρεσαν το κουδούνι και ήρθε η Νοσοκόμα. Όλα ήσαν εντάξει.
"Πώς μπήκε εδώ χωρίς να τη δει κανείς;" ρώτησε ο άντρας με ύφος. "Έτσι θα μπορούσε να έρθει ο οποιοσδήποτε. Να αρπάξουν μωρά."
"Έχουμε κάμερες ασφαλείας. Θα ρωτήσω τους φύλακες" απάντησε η Νοσοκόμα αλαφιασμένη. Πώς μπορούσε αυτή να ελέγξει τόσους και τόσους σε όλο το Τμήμα;
Οι γονείς, μετά από την εισβολή της γιαγιάς στο θάλαμο, δεν ησύχαζαν. Ειδοποίησαν κάποιον από το προσωπικό και έστειλαν τη γριά στο σπίτι. Έπειτα, οι ίδιοι έμειναν στο Νοσοκομείο, όπου το μωρό τους χαροπάλευε και οι γιατροί το είχαν τελειωμένο από ώρα σε ώρα. Η μάνα δεν ήθελε να το αφήσει στιγμή από τα μάτια της. Το κοριτσάκι τους, το σπλάχνο της, είχε γεννηθεί με αδύναμη καρδούλα, δε θα άντεχε... Ήθελε να το βλέπει ως την τελευταία του πνοή.
Της έφερε έναν καφέ ο άντρας και κάθισε δίπλα της. Η ίδια όρθια μπροστά στο τζάμι. Λίγο πριν αλλάξει η μέρα, θέλησε να μπει στον θάλαμο, να ακουμπήσει την ψυχρή του κούνια έστω για λίγο, να του πει ότι το αγαπά. Το βρέφος στη θερμοκοιτίδα βαριανάσαινε κάτω από τα σωληνάκια, δεν έδινε ελπίδες.
Έξω στο διάδρομο, οι δείχτες του ρολογιού στον τοίχο προχωρούσαν αργά αργά στη γνωστή τους πορεία, αδιάφοροι για το τι σημασία έδιναν οι άνθρωποι στον χρόνο. Δυο λεπτά, ένα λεπτό, δευτερόλεπτα και... η μάνα ούρλιαξε και ακούστηκε ως έξω. Εισέβαλαν γιατροί και νοσοκόμες και έβγαλαν τα μηχανήματα...
"Κυρία" τη σκουντούσε η Νοσοκόμα να συνέλθει... "Κυρία, το μωράκι..."
"Δε θέλω να δω, δε θέλω... Το παιδάκι μου, η ζωή μου" έπεσε εκείνη με λυγμούς στην αγκαλιά του άντρα της που στεκόταν δίπλα της αποσβολωμένος, άφωνος από το απρόσμενο θέαμα.
"Κυρία, το μωρό σας ζει. Αναπνέει. Είναι καλά." ανέλαβε να της πει το νέο πιο ψύχραιμος ο γιατρός της βάρδιας.
"Ζει; Μα..."
"Ζει χωρίς μηχανική υποστήριξη. Θα το πάμε σε ένα κανονικό δωμάτιο. Είναι καλά. Συνήλθε."
"Η καρδιά του;"ρώτησε ο Πατέρας.
Ο Γιατρός τους κοιτούσε σα να τους έβλεπε πρώτη φορά. "Δεν ξέρω αν πιστεύετε στα θαύματα των Χριστουγέννων. Η καρδιά του δυνάμωσε. Είναι απολύτως καλά. Θα του κάνουμε, βέβαια, εξετάσεις, αλλά το μωρό σας θα ζήσει." Δεν πρόλαβαν να πάνε το μωρό σε δωμάτιο, από το σπίτι τούς ειδοποίησαν ότι η γιαγιά είχε πεθάνει ακριβώς την ώρα που έμπαιναν τα Χριστούγεννα.
Μετά από μέρες, όταν όλα είχαν ηρεμήσει με την κηδεία τη βιαστική της μάνας και την έλευση του πεντάγερου μωρού στο σπίτι, τους στάλθηκε και το βίντεο από την ασφάλεια του Νοσοκομείου. Είχε αργήσει το Ταχυδρομείο, λόγω Χριστουγέννων. Έτσι έμαθαν το τάμα της γιαγιάς και το όνειρο που είχε δει. Και αποφάσισαν να δώσουν στο μωράκι τους αυτό το σπάνιο όνομα: Χριστάνασα, δηλαδή η ανάσα του Χριστού. Του βρέφους των Χριστουγέννων, που είχε πει η γιαγιά της, όταν την είχε επισκεφτεί στη θερμοκοιτίδα.
Την επομένη, μια μέρα πριν τη σχολική γιορτή, η Χριστάνασα ζήτησε από τη Δασκάλα της να πει κάτι στην Τάξη. Ανέβηκε στον πίνακα με θάρρος και εξαιρετικά σοβαρή, εξήγησε τη σημασία που είχε το όνομά της. Την προσευχή και το τάμα της γιαγιάς της όπως και το θαύμα της ζωής της και κατέληξε συγκινημένη: "Δεν ξέρω σε πόσους αρέσει ή όχι το όνομά μου και ούτε με νοιάζει. Για μένα είναι ένα δώρο ζωής και είμαι περήφανη που το έχω."

Copyright © Πόλυ Μίλτου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Popular Posts