Διάλεξε τα καλύτερα. Αυτά που ταίριαζαν στα χρώματα που προτιμούσε εκείνος.
Πορτοκαλί και καφέ και χρυσό... τα αγαπημένα του... Θα ερχόταν ο Δημήτρης της
αύριο και ήθελε να τον έχει "μη βρέξει και μη στάξει".
Για λίγο θα ερχόταν η αγάπη της με άδεια από τον στρατό, να γιορτάσει μαζί
τους, έστω και καθυστερημένα, μετά και την εθνική γιορτή, όπου είχε πάρει
απαραίτητο μέρος στην παρέλαση. Ερχόταν να δει και το νεογέννητο μωρό τους.
Η Φωτεινή τα χάιδεψε απαλά και ένα πλατύ χαμόγελο έκανε το πρόσωπό της να
λάμψει σαν τα γυαλιστερά τους πέταλα.
Πόσο άδεια ήταν η ζωή χωρίς αυτόν!
Βέβαια, δεν έτρεφε αυταπάτες, ήξερε ότι πριν έρθει να τους δει, θα περνούσε
πρώτα από τη μάνα του.
Έμενε στην άλλη άκρη της πόλης εκείνη, στο σπίτι του γαμπρού της. Της είχαν
δικό της διαμέρισμα στον πρώτο όροφο και ήταν και μαζί τους και χώρια. Με τη
νύφη της δεν ήθελε πολλά πολλά. Δε τη συμπαθούσε.
Μια ξένη, χωρίς οικογένεια, χωρίς περιουσία, τον είχε τυλίξει για τα καλά
με την εγκυμοσύνη της. Την είχε γνωρίσει ο Τάκης της, σαν όλες τις άλλες, εκεί
στο μπαράκι που σύχναζε. Μα, τι στο καλό, αυτή η αλεπού κατάφερε και τον μάγεψε
με τις τσαχπινιές και τα νάζια της. Είπαμε, αγόρι ήταν, θα έβγαινε με
κοπέλες,... αλλά... όχι κι έτσι, ήταν ακόμα μικρός...
Τον κατάφερε, τον τύλιξε, τον έκανε πατέρα, τόσο μικρό και αμάθητο... ακόμα
το στρατιωτικό του δεν είχε τελειώσει...
Έτσι σκεφτόταν για τη νύφη η πεθερά και δεν την είχε σε καμιά υπόληψη.
Μόνη της πέρασε την εγκυμοσύνη η Φωτεινή, μόνη της γέννησε. Μόνη της πέρασε
και ένα μικρούλι επεισοδιάκι με την καρδιά της και δεν του το είπε να μην τον
στενοχωρήσει. Μόνη της! Έτσι κι αλλιώς, είχε μάθει να μην έχει κανέναν... μέχρι
που γνώρισε τον έρωτά της τον μεγάλο, τον Δημήτρη της... Τάκη τον έλεγε η μάνα
του, μα στην παρέα του τον είχε γνωρίσει σαν Δημήτρη και έτσι τον φώναζε αυτή.
Τώρα, όμως, που θα ερχόταν ο Δημήτρης της έπρεπε να του το πει, γιατί θα
χρειαζόταν να βρει λύση για το παιδί μερικές μέρες. Ο γιατρός της είχε
προτείνει κάποιες ειδικές εξετάσεις...
Ο Τάκης (Δημήτρης), σπάνια έπαιρνε άδειες και όταν ερχόταν, πάντα πήγαινε
πρώτα από τη μάνα..
Αναστέναξε η νέα γυναίκα και πήρε το καλύτερο βάζο να βάλει τα χρυσάνθεμα.
Τα τοποθέτησε με γούστο, τα χάιδεψε πολλές φορές, τα έβαλε έπειτα στο κεντρικό
τραπεζάκι του μικρού τους καθιστικού και πήγε να κοιτάξει το φαγητό.
Ο Δημήτρης άργησε πολύ να φτάσει στο σπίτι.
Η μάνα τον είχε τραπέζι για τη γιορτή του, η αδερφή και ο γαμπρός με τα
μικρά τους, του είχαν ετοιμάσει δώρα και εκπλήξεις. Πέρασαν και οι κολλητοί του
(ειδοποιημένοι καταλλήλως) να του ευχηθούν εκεί, στης μάνας... Άργησε...
Το φαγητό της Φωτεινής είχε ήδη παγώσει, τα κεράκια που είχε βάλει στο
τραπέζι είχαν σβήσει, το μωράκι τους είχε αποκοιμηθεί στην κούνια δίπλα της,
όταν τελικά, σχεδόν μεσάνυχτα, αποφάσισε να έρθει και στο δικό του σπίτι.
Του είχε τηλεφωνήσει πολλές φορές μέσα στη μέρα να δει πού ήταν, της είχε
απαντήσει απότομα και σκληρά πως θα αργούσε και αν μην τον ενοχλεί
συνέχεια.
Τη βρήκε να κοιμάται στον καναπέ, ξέσκεπη, παγωμένη, ακίνητη...
Ακίνητη;...
Ο Δημήτρης αισθάνθηκε κάπως άβολα. Σα να ξύπνησε η συνείδησή του για μια
στιγμή, αλλά πάλι ο εγωισμός δεν ήθελε να τον αφήσει... Ε, και τι; Δεν ήταν και
κάτι τρομερό. Στη μάνα του είχε πάει, που είχε καιρό να τον δει και τον
γιόρτασε... Γιος της ήταν... και η χήρα μάνα του δεν είχε άλλον... Δεν έγινε
και τίποτα. Θα την καλόπιανε τη Φωτεινή του το πρωί και θα περνούσαν μαζί την
επόμενη, πριν ξαναφύγει για τη Βάση. Η Φωτεινή ήταν πάντα καλόβολη, δε θα του
κρατούσε θυμό...
Πήγε να της φέρει μια κουβέρτα και έσκυψε και τη σκέπασε με απαλές
κινήσεις. Δεν ήθελε να τη φιλήσει, μη και την ξυπνήσει, κρίμα ήταν! Τσίμπησε
και έναν κεφτέ από το σκεπασμένο πιάτο και πήγε να ετοιμαστεί να ξαπλώσει κι
εκείνος... στο κρεβάτι τους. Το μωρό το άφησε εκεί, δίπλα στη μάνα. Θα την
ξυπνούσε τη νύχτα να το θηλάσει, ας μην κουραζόταν και αυτός άδικα...
Βαθιά σκοτάδια ακόμα, πριν καν να χαράξει, τον ξύπνησε το έντονο κλάμα...
Γύρισε από δω, γύρισε από κει, τίποτα. Το μωρό εξακολουθούσε να ουρλιάζει
όλο και πιο δυνατά.
Πετάχτηκε με θυμό και βγήκε βρίζοντας στο διάδρομο.
_ Βρε, γυναίκα, αμάν πια... Φωτεινήηη... ξύπνα, μωρέ, μας πήρε τ' αυτιά...
Καμιά απάντηση από το καθιστικό. Μόνο το κλάμα του μωρού συνεχιζόταν με
ένταση...
Η οργή του ξεπέρασε τα όρια. Το υβρεολόγιο... και αυτό ξεπέρασε τα όρια...
Και τι δεν είπε...
Μα τι τεμπέλα γυναίκα πια. Το παιδί της δεν άκουγε; Α, η μάνα του κάπου
είχε δίκαιο...
_ Να σε πάρει, θα ξυπνήσεις καμιά φορά, βρε ηλίθια; Δεν το ακούς;
Μπήκε φουριόζος στο καθιστικό, έτοιμος για καυγά γενναίο, πλησίασε να τη
σκουντήσει... Το μωρό ξεσήκωνε τον τόπο, είχε γίνει μελανό από το κλάμμα...
Πόση ώρα έκλαιγε, αλήθεια;...
Ο Δημήτρης απόμεινε σοκαρισμένος να κοιτάζει τον καναπέ και να μη θέλει να
πιστέψει...
Η Φωτεινή δεν είχε κουνηθεί καθόλου από το προηγούμενο βράδυ. Η κουβέρτα
πάνω της ήταν στην ίδια θέση, όπως τη σκέπασε εκείνος... Τα μάτια της κλειστά,
το πρόσωπο κάτασπρο... Δεν ανέπνεε...
Το μωρό κοπανιόταν από το παράπονο... Το κλάμμα του τον ξύπνησε βίαια από
το σοκ.
Το πήρε αγκαλιά και ούρλιαξε μαζί του με όλη τη δύναμη της ψυχής του...
_ Θεέ μου!!!! Τι έκανα... Φωτεινήηηηη.....
Τα μάτια του έπεσαν στα χρυσάνθεμα... Τα χρώματα που του άρεσαν... όλα
φροντισμένα για εκείνον... Χρυσά και πορτοκαλί και καφέ τα πέταλα, λαμπερά,
ολοζώντανα, καμάρωναν στο βάζο.
Όμως, η ανώριμη ανοησία του, να θεωρεί πως όλα μπορούσε να τα έχει
δεδομένα, χωρίς ανταπόδοση, είχε πεθάνει... την αγάπη!...
(Χωρίς όρια, γιατί η Αγάπη δε γνωρίζει όρια)
(Χωρίς όρια, γιατί η Αγάπη δε γνωρίζει όρια)
Copyright © Πόλυ Μίλτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου