Μια μέρα πριν το φονικό, ο
Θεόφιλος βρισκόταν στο αγαπημένο του μέρος.
Όποτε ένιωθε εκείνον τον καταραμένο πονοκέφαλο να του τρυπάει το κρανίο
σαν κομπρεσέρ, ήταν το μοναδικό σημείο στον κόσμο που τον ηρεμούσε και γέμιζε
ενέργεια το κουρασμένο κορμί του. Το μόνο μέρος που δεν ένιωθε μόνος.
Η μέρα ήταν υπερβολικά ζεστή και
ο ιδρώτας έσταζε ποτάμι από πάνω του. Τα
μαλλιά του, τα πυκνά γένια του και τα ρούχα που φορούσε είχαν μουσκέψει. Κάθισε στην ιερή πέτρα ανάμεσα στα δέντρα και
πάσχισε με όλες του τις δυνάμεις να συγκεντρωθεί. Ένας ενοχλητικός και επίμονος
ήχος, όμως δεν τον άφηνε. Στην αρχή
νόμιζε ότι ερχόταν μέσα από το μυαλό του.
Κι έτσι απλά προσπάθησε να τον αγνοήσει.
«ΜΜΜΜ» μούγκρισε «ΜΜΜ... ΜΜΜΜ...»
Ο ήχος ήταν ακόμα εκεί.
«ΜΜΜ...» μούγκρισε δυνατότερα για
να τον καλύψει.
Τίποτα.
Η προσπάθεια αυτή τον εξάντλησε.
Ξάπλωσε στο ξερό χόρτο παραιτημένος και έκλεισε τα μάτια του σφιχτά.
«Έλα επιτέλους ΔΑΙΜΟΝΑ! Έλα να με
σώσεις! ΜΜΜΜΜ... ΜΜΜΜΜ...!» έκανε
απελπισμένα.
Και ξάφνου το βουητό σταμάτησε. Άνοιξε τα μάτια και αναζήτησε με το βλέμμα τον Πρίγκηπα του Σκότους και Σωτήρα του. Κοίταξε με λαχτάρα δεξιά, κοίταξε αριστερά, και τέλος εστίασε στον κορμό του απέναντι δέντρου. Ένας τζίτζικας καθόταν εκεί αμέριμνος και πανέτοιμος να πιάσει ξανά το καλοκαιρινό του τραγούδι.
Ο Θεόφιλος μάζεψε μια πέτρα και ύστερα σηκώθηκε και πλησίασε αργά το δέντρο. Κατόπιν, με μία μόνο κίνηση έλιωσε το οχληρό έντομο. Κι εκείνη τη στιγμή, εκείνη την υπέροχη στιγμή, απαλλάχτηκε επιτέλους κι από τον φριχτό πονοκέφαλο που τον βασάνιζε. Ένιωσε ανάλαφρος σαν πούπουλο. Ένιωσε ελεύθερος και σίγουρος. Ο Δαίμονας του είχε επιτέλους μιλήσει.
Τώρα πια ήξερε τι πρέπει να
κάνει.
copyright © Σοφία Κορωνίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου